Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας για το νομοσχέδιο «Έλεγχος και προστασία του δομημένου περιβάλλοντος»

Η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας για το νομοσχέδιο «Έλεγχος και προστασία του δομημένου περιβάλλοντος»




ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ «Έλεγχος και προστασία του δομηµένου περιβάλλοντος»


Ι. Γενικές παρατηρήσεις

Α. Το φερόµενο προς συζήτηση και ψήφιση νοµοσχέδιο (εφεξής: νσχ) υπό τον τίτλο «Έλεγχος και προστασία του δομηµένου περιβάλλοντος», όπως διαµορφώθηκε κατά τις συνεδριάσεις της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εµπορίου, διαρθρώνεται σε πέντε Τµήµατα (Α΄ έως Ε΄) και εκατόν πενήντα (150) άρθρα και δύο Παραρτήµατα. Καθένα από τα ανωτέρω Τµήµατα υποδιαιρείται σε Κεφάλαια και, συγκεκριµένως, το Τµήµα Α΄ αποτελείται από τρία (3) Κεφάλαια (άρθρα 1 – 27), το Τµήµα Β΄ αποτελείται από δύο (2) Κεφάλαια (άρθρα 28 – 63), το Τµήµα Γ΄ αποτελείται από τα άρθρα 64– 80, το Τµήµα Δ΄ αποτελείται από πέντε (5) Κεφάλαια (άρθρα 81 – 125), το Τµήµα Ε΄ αποτελείται από τα άρθρα 126 – 150.

Συµφώνως προς την συνοδευτική Αιτιολογική Έκθεση, το νσχ αποτελεί «προσπάθεια θέσπισης νέων και βελτίωσης υφιστάµενων διατάξεων για την συνολική ρύθµιση των ζητηµάτων που αφορούν το δοµηµένο περιβάλλον. Σκοπός του είναι να καθορίσει ένα «νέο πλαίσιο κανόνων που αφορά τη δόµηση µε ολιστική θεώρηση, το οποίο αφενός προτάσσει τη µέριµνα, την πρόληψη και την προστασία του περιβάλλοντος και αφετέρου στοχεύει στο να αντιµετωπίσει τις αιτίες που έχουν συµβάλει στο άναρχο και αυθαίρετο δοµηµένο περιβάλλον στη χώρα µας, δηµιουργώντας τις προϋποθέσεις και τους µηχανισµούς εποπτείας και ελέγχου, για την ορθολογική και αποτελεσµατική διαχείριση της ανάπτυξης του χώρου µε όρους αειφορίας» (σελ. 1 της Αιτιολογικής Εκθέσεως επί του νσχ).

Ειδικότερα, µε τις διατάξεις του νσχ (άρθρα 1 – 3) ρυθµίζονται θέµατα οργάνωσης και λειτουργίας των Υπηρεσιών και των οργάνων Ελέγχου Δόµησης, µε τη σύσταση των εξής συλλογικών οργάνων: α) στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Διευθύνσεως Ελέγχου Δοµηµένου Περιβάλλοντος και Εφαρµογής Σχεδιασµού, Παρατηρητήριο, µε αρµοδιότητα την παρακολούθηση, την καταγραφή, τον έλεγχο και τη λήψη µέτρων για την προστασία του δοµηµένου περιβάλλοντος, β) στην έδρα κάθε Περιφέρειας, Περιφερειακής Διεύθυνσης «Ελέγχου Δόµησης – Περιφερειακά Παρατηρητήρια», γ) στην έδρα κάθε Περιφερειακής Ενότητας, Τµηµάτων Ελέγχου Δόµησης – Τοπικών Παρατηρητήριων και δ) στην έδρα κάθε Περιφέρειας, επταµελούς Συµβούλιου Παρακολούθησης του Δοµηµένου Περιβάλλοντος, µε αρµοδιότητα τη µελέτη και την αξιοποίηση των δεδοµένων και στοιχείων σχετικώς µε το Δοµηµένο Περιβάλλον. Περαιτέρω παρέχεται νοµοθετική εξουσιοδότηση για την έκδοση Προεδρικού Διατάγµατος µε το οποίο ρυθµίζονται τα θέµατα στελέχωσης των Περιφερειακών και των Τοπικών Παρατηρητηρίων µε το αναγκαίο προσωπικό, τα θέµατα προµήθειας της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδοµής και λοιπά θέµατα οργάνωσης και λειτουργίας των εν λόγω οργανικών µονάδων. Τα Περιφερειακά και τα Τοπικά Παρατηρητήρια συντάσσουν εκθέσεις για θέµατα αρµοδιότητάς τους και υποβάλλουν ετήσια έκθεση στον αρµόδιο Υπουργό.

Με τις διατάξεις των προς ψήφιση άρθρων 4 – 16 του νσχ καθορίζονται οι αρµοδιότητες των ανωτέρω οργανικών µονάδων. Στις αρµοδιότητες της Διεύθυνσης Ελέγχου Δοµηµένου Περιβάλλοντος και Εφαρµογής Σχεδιασµού– Παρατηρητήριο, περιλαµβάνονται, µεταξύ άλλων, η τήρηση ηλεκτρονικών µητρώων οικοδοµικών αδειών, ταυτότητας κτηρίων, πλατφόρµας αυθαιρέτων, η συγκρότηση και εποπτεία των συλλογικών οργάνων, όπως είναι τα Συµβούλια Αρχιτεκτονικής, οι Επιτροπές Προσβασιµότητας, οι Επιτροπές Εξέτασης Ενστάσεων, η εποπτεία για τη λειτουργία του θεσµού της Μεταφοράς Συντελεστή Δόµησης και της Τράπεζας Δικαιωµάτων Δόµησης και Κοινοχρήστων Χώρων, η εποπτεία της κατεδάφισης αυθαιρέτων, κ.λπ. Στις αρµοδιότητες των Περιφερειακών Παρατηρητηρίων περιλαµβάνονται, µεταξύ άλλων, η παροχή οδηγιών προς τα Τοπικά Παρατηρητήρια για την αντιµετώπιση της αυθαίρετης δόµησης και την πραγµατοποίηση του πολεοδοµικού σχεδιασµού, η γραµµατειακή υποστήριξη των Περιφερειακών Συλλογικών Οργάνων, η ενηµέρωση των ηλεκτρονικών µητρώων, και προβλέπεται ότι τα Τοπικά Παρατηρητήρια είναι αρµόδια, µεταξύ άλλων, για την αντιµετώπιση και πρόληψη της αυθαίρετης δόµησης, την παρακολούθηση της Ηλεκτρονικής Πολεοδοµικής Ταυτότητας των οικείων Δήµων και την εξέλιξη του πολεοδοµικού σχεδιασµού και τον έλεγχο των επικίνδυνων οικοδοµών. Επίσης, καθορίζονται εκ νέου τα της συγκρότησης και του τρόπου λειτουργίας των εξής συλλογικών οργάνων: α) των Συµβουλίων Αρχιτεκτονικής που λειτουργούν σε κάθε περιφερειακή ενότητα, β) των Κεντρικών Συµβουλίων Αρχιτεκτονικής που λειτουργούν στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και στο Υπουργείο Εσωτερικών. Προβλέπεται η ίδρυση στην έδρα κάθε Περιφερειακού Παρατηρητηρίου, πενταµελούς Περιφερειακού Συµβούλιου Αρχιτεκτονικής και καθορίζονται οι αρµοδιότητες και ο τρόπος λειτουργίας του.

Με τα άρθρα 17 – 27 του νσχ προβλέπεται η ίδρυση: α) σε κάθε περιφερειακή ενότητα, πενταµελούς Επιτροπής Εξέτασης Προσφυγών Αυθαιρέτων και καθορίζονται οι αρµοδιότητες και ο τρόπος λειτουργίας της, β) στην έδρα κάθε Περιφέρειας, επταµελούς Επιτροπή Προσβασιµότητας, µε γνωµοδοτική αρµοδιότητα επί θεµάτων προσβασιµότητας των εµποδιζόµενων ατόµων καθώς και επί ζητηµάτων εφαρµογής των διατάξεων για την προσβασιµότητα του Νέου Οικοδοµικού Κανονισµού και του Κτηριοδοµικού Κανονισµού. Ακόµη, προβλέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής Προσβασιµότητας κατά των πράξεων των Επιτροπών και καθορίζονται εκ νέου τα ζητήµατα που αφορούν τη συγκρότηση και λειτουργία της Κεντρικής Επιτροπής Προσβασιµότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (άρθρο 19 του νσχ).

Επίσης, ρυθµίζονται εκ νέου ζητήµατα σε σχέση µε τα πενταµελή Συµβούλια Πολεοδοµικών Θεµάτων και Αµφισβητήσεων (ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.), που λειτουργούν σε κάθε περιφερειακή ενότητα, καθώς και µε τα Κεντρικά Συµβούλια Πολεοδοµικών Θεµάτων και Αµφισβητήσεων (ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.), που λειτουργούν στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και στο Υπουργείο Εσωτερικών. Στην έδρα κάθε Περιφέρειας ιδρύονται πενταµελή Περιφερειακά Συµβούλια Πολεοδοµικών Θεµάτων και Αµφισβητήσεων (ΠΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.), και καθορίζονται οι αρµοδιότητες και ο τρόπος λειτουργίας τους (άρθρα 20 – 25 του νσχ). Τα άρθρα 26 – 27 του νσχ περιλαµβάνουν µεταβατικής ισχύος διατάξεις για την άσκηση αρµοδιοτήτων από τις υφιστάµενες οργανικές µονάδες και συλλογικά όργανα µέχρι τη συγκρότηση των νέων, συµφώνως µε τις διατάξεις του υπό ψήφιση νόµου, και παρατίθενται οι καταργούµενες διατάξεις της κείµενης νοµοθεσίας.

Με τις διατάξεις των άρθρων 28 – 34 του νσχ ρυθµίζονται εκ νέου θέµατα σχετικώς µε τη διαδικασία έκδοσης και ελέγχου οικοδοµικών αδειών καθώς και ειδικότερα θέµατα εφαρµογής του θεσµού της ηλεκτρονικής ταυτότητας κτηρίου, ο οποίος εισήχθη µε τον ν. 3843/2010, χωρίς ωστόσο µέχρι σήµερα να τεθεί σε λειτουργία. Απαριθµούνται οι εργασίες για την εκτέλεση των οποίων απαιτείται η έκδοση οικοδοµικής άδειας ή η έγκριση εργασιών δόµησης µικρής κλίµακας, οι εργασίες για τις οποίες δεν απαιτείται οικοδοµική άδεια ή έγκριση εργασιών µικρής κλίµακας, και δίδεται εξουσιοδότηση για την έκδοση υπουργικής απόφασης, µε την οποία συµπληρώνεται ή τροποποιείται ο κατάλογος εργασιών, για τις οποίες απαιτείται η έκδοση ή µη των αντίστοιχων διοικητικών πράξεων (άρθρα 28 – 30 του νσχ). Ακόµη, προβλέπεται ότι οι Υπηρεσίες Δόµησης (Υ.ΔΟΜ.) των δήµων εξακολουθούν να είναι αρµόδιες για τη έκδοση των διοικητικών πράξεων που σχετίζονται µε την εκτέλεση οικοδοµικών εργασιών και παρέχεται νοµοθετική εξουσιοδότηση για τον ορισµό, µε Προεδρικό Διάταγµα, των προϋποθέσεων λειτουργίας και οργάνωσης των Υ.ΔΟΜ. Ακόµη, ρυθµίζονται ζητήµατα σχετικώς µε τη διαδικασία έκδοσης οικοδοµικών αδειών σε εκκλησιαστικά ιδρύµατα, προβλέπεται ότι η διαδικασία υποβολής, ελέγχου και έκδοσης των πράξεων εκτέλεσης των οικοδοµικών εργασιών διενεργείται αποκλειστικώς µε ηλεκτρονικό τρόπο, και παρέχεται νοµοθετική εξουσιοδότηση για τον καθορισµό µε υπουργική απόφαση όλων των συναφών µε την εφαρµογή της ηλεκτρονικής διαδικασίας θεµάτων. Προβλέπεται η αυτεπάγγελτη αναζήτηση στοιχείων από τις Υ.ΔΟΜ., µέσω ηλεκτρονικής πλατφόρµας διασύνδεσης υπηρεσιών και φορέων του Δηµοσίου. Ο τρόπος ηλεκτρονικής διασύνδεσης των υπηρεσιών και κάθε άλλο σχετικό ζήτηµα θα καθορίζεται µε κοινή υπουργική απόφαση.

Περαιτέρω, µε τις διατάξεις των άρθρων 35 – 51 του νσχ προβλέπεται ως προαιρετική η διαδικασία προέγκρισης για την έκδοση οικοδοµικής άδειας υπό τους αναφερόµενους στα άρθρα αυτά όρους και προϋποθέσεις. Ρυθµίζονται ειδικά θέµατα σχετικώς µε τη διαδικασία έκδοσης οικοδοµικών αδειών, έγκρισης εργασιών δόµησης µικρής κλίµακας και ελέγχου οικοδοµικής άδειας (τοπογραφικά διαγράµµατα, διαγράµµατα κάλυψης, λοιπά δικαιολογητικά, κ.λπ.). Καθορίζεται η διάρκεια ισχύος των οικοδοµικών αδειών, των προεγκρίσεών τους, καθώς και των εγκρίσεων εργασιών δόµησης µικρής κλίµακας, και προβλέπεται η αναθεώρηση και η ενηµέρωσή τους. Προβλέπεται η επιβολή ετήσιου προστίµου διατήρησης, σε περίπτωση µη υποβολής µελέτης ή µη πραγµατοποίησής της για συγκεκριµένες οικοδοµικές εργασίες. Το ύψος του προστίµου, η διαδικασία επιβολής του και κάθε άλλο σχετικό θέµα καθορίζονται µε υπουργική απόφαση. Ακόµη, προβλέπεται ο συµψηφισµός των κρατήσεων και εισφορών που καταβλήθηκαν κατά την έκδοση αδειών και κατά την έκδοση της αναθεώρησής τους, και ορίζεται ότι δεν απαιτούνται πρόσθετες οικονοµικές επιβαρύνσεις, εφόσον δεν είναι απαραίτητη η αναθεώρηση, αλλά µόνο η ενηµέρωση του φακέλου της άδειας. Δεν επιβάλλεται πρόστιµο αυθαίρετης κατασκευής σε περίπτωση αναθεώρησης άδειας δόµησης σε ισχύ, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται το περίγραµµα της οικοδοµής, ο συντελεστής δόµησης και ο συντελεστής όγκου (άρθρα 35 – 43 του νσχ). Ορίζονται τα στάδια ελέγχου της οικοδοµικής άδειας, τα οποία διακρίνονται σε αρχικό, ενδιάµεσο και τελικό, καθορίζονται η διαδικασία ελέγχου εφαρµογής των οικοδοµικών αδειών και τα δικαιώµατα και οι υποχρεώσεις των Ελεγκτών Δόµησης. Προσδιορίζονται τα στάδια αποπεράτωσης του έργου και η διαδικασία για τη σύνδεση µε τα δίκτυα κοινής ωφελείας. Προβλέπεται η επιβολή κυρώσεων µε πράξη του αρµοδίου Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας εις βάρος του µελετητή µηχανικού στις περιπτώσεις που οι µελέτες δεν εκπονήθηκαν συµφώνως µε τις οικείες πολεοδοµικές διατάξεις και οι οικοδοµικές εργασίες δεν εκτελέστηκαν συµφώνως µε τις µελέτες που υποβλήθηκαν. Ρυθµίζονται θέµατα σχετικώς µε την τήρηση Μητρώου Μελετητών και επιβλεπόντων µηχανικών (βλ. Υπουργική Απόφαση 2759 Φ.Ε.Κ 148 Β'/22-1-2015, για τη δηµιουργία «Μητρώου Μελετητών και Επιβλεπόντων Μηχανικών», το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ.1 του ν. 4030/2011, στο οποίο, πάντως, δεν περιλαµβάνονται οι Πτυχιούχοι Μηχανικοί Τ.Ε.Ι. των αντίστοιχων ειδικοτήτων, που δραστηριοποιούνται στην εκπόνηση µελετών και την επίβλεψη εργασιών για τις άδειες δόµησης). Ακόµη, προβλέπονται µεταβατικής ισχύος διατάξεις για την εφαρµογή των νέων ρυθµίσεων, µε απαρίθµηση των καταργουµένων διατάξεων (άρθρα 44 – 51 του νσχ).

Περαιτέρω, θεσπίζονται νέες ρυθµίσεις για την εφαρµογή του θεσµού της ηλεκτρονικής ταυτότητας κτηρίου ο οποίος, όπως προαναφέρεται, εισήχθη µε τον ν. 3843/2010 και παραµένει µέχρι σήµερα ανενεργός, καθορίζεται το περιεχόµενο της ηλεκτρονικής ταυτότητας κτιρίου, οι προδιαγραφές των σχετικών πιστοποιητικών και εντύπων και η διαδικασία έναρξης και ενηµέρωσης της ηλεκτρονικής ταυτότητας κτιρίου, ανάλογα µε την κατηγοριοποίηση των κτιρίων. Το έντυπο ηλεκτρονικής ταυτότητας κτιρίου και το πιστοποιητικό πληρότητας της ηλεκτρονικής ταυτότητας κτιρίου τηρούνται σε ηλεκτρονική µορφή στο Παρατηρητήριο Δοµηµένου Περιβάλλοντος, το οποίο ιδρύεται ως νέα Διεύθυνση στην έδρα κάθε Περιφέρειας και προβλέπεται η διάρθρωσή του σε επίπεδο τµήµατος στην έδρα κάθε Περιφερειακής Ενότητας. Ακόµη, προβλέπεται η επιβολή κυρώσεων µε πράξη του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε περίπτωση ψευδούς συµπληρώσεως στοιχείων ταυτότητας κτιρίου και η καταγραφή των εν λόγω κυρώσεων σε ειδικό Μητρώο που τηρείται στο Παρατηρητήριο Δοµηµένου Περιβάλλοντος.

Με υπουργική απόφαση, καθορίζεται ο χρόνος έναρξης λειτουργίας του Ηλεκτρονικού Μητρώου (άρθρα 52 – 63 του νσχ).

Με το Τµήµα Γ΄ του νσχ εισάγονται νέες διατάξεις µε σκοπό την εξασφάλιση του Περιβαλλοντικού Ισοζυγίου (βλ. ν. 4178/2013 «Αντιµετώπιση της αυθαίρετης δόµησης, περιβαλλοντικό ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» ΦΕΚ 174 Α’), µέσω της εισαγωγής νέων µηχανισµών και διαδικασιών για τον έλεγχο της πραγµατοποίησης του χωρικού σχεδιασµού. Ειδικότερα, στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, προτείνεται η δηµιουργία ηλεκτρονικής βάσης, µε τίτλο «Ηλεκτρονική πολεοδοµική ταυτότητα Δήµου», και αναφέρονται τα στοιχεία, τα οποία κάθε δήµος θα καταγράφει σε αυτή. Η Διεύθυνση Ελέγχου Δόµησης – Περιφερειακό Παρατηρητήριο είναι αρµόδια για την εποπτεία, τον συντονισµό και την επίσπευση των ανωτέρω διαδικασιών χωρικού σχεδιασµού.

Ακόµη, καθορίζεται εκ νέου το πλαίσιο εφαρµογής του θεσµού της Μεταφοράς Συντελεστή Δόµησης (Μ.Σ.Δ.) και το σύνολο των απαιτούµενων δράσεων µε σκοπό τη διασφάλιση του Περιβαλλοντικού Ισοζυγίου. Δηµιουργείται «Τράπεζα Δικαιωµάτων Δόµησης και Κοινοχρήστων Χώρων» (Τράπεζα Δ.Δ.Κ.Χ.), η διαχείριση της οποίας ασκείται από το Πράσινο Ταµείο, υπό την εποπτεία του Παρατηρητηρίου. Προβλέπεται η υποχρεωτική εγγραφή στην Τράπεζα Δ.Δ.Κ.Χ. και η διαχείριση µέσω αυτής Τίτλων Μεταφοράς Συντελεστή Δόµησης (Μ.Σ.Δ.) και Εισφοράς Περιβαλλοντικού Ισοζυγίου (Ε.Π.Ι.), και δίδεται εξουσιοδότηση για την έκδοση κ.υ.α. µε την οποία ρυθµίζονται τα ζητήµατα σχετικώς µε την ανάπτυξη και λειτουργία της Τράπεζας Δ.Δ.Κ.Χ. και την διαδικασία έκδοσης Τίτλων Μεταφοράς Συντελεστή Δόµησης. Προβλέπεται ότι ο εν λόγω Τίτλος Μ.Σ.Δ. µπορεί να πραγµατοποιηθεί, µεταξύ άλλων, µε αποζηµίωση από την Τράπεζα Δ.Δ.Κ.Χ., κατόπιν αντιστοίχισής του µε Τίτλο Ε.Π.Ι., συµφώνως µε τα προβλεπόµενα κριτήρια ιεράρχησης και επιλεξιµότητας. Ο Τίτλος Μ.Σ.Δ. δεν επιτρέπεται να µεταβιβασθεί, πλην της περίπτωσης κληρονοµικής διαδοχής. Ακόµη, προβλέπεται η έκδοση Τίτλου Ε.Π.Ι., ο οποίος χορηγείται στον κύριο του ωφελούµενου ακινήτου για την εξασφάλιση Περιβαλλοντικού Ισοζυγίου. Με υπουργική απόφαση θα καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις έκδοσης Τίτλων Μ.Σ.Δ. και Ε.Π.Ι., τα απαιτούµενα δικαιολογητικά, το περιεχόµενό τους και λοιπά τεχνικού και λεπτοµερειακού χαρακτήρα στοιχεία (άρθρα 64 – 69 του νσχ).

Με τα άρθρα 70-80 του νσχ καθορίζονται εκ νέου οι κατηγορίες ακινήτων που εµπίπτουν στην έννοια των βαρυνόµενων ακινήτων, για τα οποία µπορεί να εκδοθεί Τίτλος Μ.Σ.Δ., οι κατηγορίες ακινήτων που εµπίπτουν στην έννοια των ωφελούµενων ακινήτων, η διαδικασία µελέτης και έγκρισης Ζωνών Υποδοχής Συντελεστή (Ζ.Υ.Σ.), εντός των οποίων πραγµατοποιείται η µεταφορά Συντελεστή δόµησης αποκλειστικώς από βαρυνόµενο ακίνητο σε ωφελούµενο ακίνητο. Επίσης, δίδεται ο ορισµός των Περιοχών Αυξηµένης Επιβάρυνσης Συντελεστή (Π.Α.Ε.Σ.), µε σκοπό τη διερεύνηση της δυνατότητας οριστικής εξαίρεσης από την κατεδάφιση των εκεί αναφεροµένων αυθαιρέτων κατασκευών και αλλαγών χρήσης. Ορίζεται ως υλοποίηση Μ.Σ.Δ., η έκδοση απόφασης για την προσθήκη Σ.Δ. σε ωφελούµενο ακίνητο µε την υλοποίηση Τίτλου Μ.Σ.Δ. κατόπιν µετατροπής των επιφανειών του Τίτλου Μ.Σ.Δ. σε επιφάνειες του ωφελούµενου ακινήτου και αντιστοίχισής του µε Τίτλο Ε.Π.Ι. µέσω της Τράπεζας Δ.Δ.Κ.Χ. Περαιτέρω συνιστάται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ειδικός λογαριασµός, υπό την διαχείριση του Πράσινου Ταµείου, για την εξυπηρέτηση των σκοπών της Τράπεζας Δ.Δ.Κ.Χ. και, ιδίως, δράσεων περιβαλλοντικής και πολεοδοµικής εξισορρόπησης. Επίσης, ιδρύεται ειδικός λογαριασµός υπό την διαχείριση του Πράσινου Ταµείου, για τη χρηµατοδότηση των δράσεων περιβαλλοντικού ισοζυγίου, και τίθενται και µεταβατικής ισχύος διατάξεις για τη ρύθµιση των συναφών εκκρεµών ζητηµάτων (άρθρα 75 – 80 του νσχ).

Με τα άρθρα 81 έως 125 του Τµήµατος Δ΄ του νσχ τίθεται νέο νοµοθετικό πλαίσιο µε σκοπό την αντιµετώπιση της αυθαίρετης δόµησης. Ειδικότερα, ορίζονται οι περιπτώσεις κατασκευών που δεν συνιστούν αυθαίρετη κατασκευή και δεν καταγράφονται ως παραβάσεις, καθώς και οι περιπτώσεις πολεοδοµικών παραβάσεων, για τις οποίες εφεξής δεν θα επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις. Καταργούνται οι ισχύουσες διατάξεις που επιτρέπουν την κατ’ εξαίρεση σύνδεση αυθαίρετων κτισµάτων µε δίκτυα κοινής ωφελείας και παύουν να ισχύουν οι βεβαιώσεις ή αποφάσεις που έχουν εκδοθεί και δεν έχουν υλοποιηθεί µέχρι την ψήφιση των προτεινοµένων διατάξεων του νσχ (άρθρα 81 – 84 του νσχ).
Για την υπαγωγή στις διατάξεις του νσχ αυθαίρετων κατασκευών και αλλαγής χρήσεων, απαιτείται ο φέρων οργανισµός της αυθαίρετης κατασκευής να έχει εκτελεσθεί ή η αυθαίρετη αλλαγή χρήσης να έχει λάβει χώρα πριν από την 28.7. 2011, και ορίζεται ο τρόπος απόδειξης του χρόνου κατασκευής αυθαίρετων κατασκευών ή αλλαγής χρήσεων. Επίσης προβλέπεται η κατάταξη στις εξής κατηγορίες των αυθαίρετων κατασκευών και των αλλαγών χρήσης που έχουν πραγµατοποιηθεί πριν από τις 28.7.2011: α) αυθαίρετα που έχουν υπαχθεί σε προγενέστερους νόµους, β) αυθαίρετα για τα οποία δεν έχει ολοκληρωθεί η υπαγωγή στις διατάξεις των νόµων 3840/20104014/2011 και 4178/2013. Για τις περιπτώσεις αυτές, εφόσον δεν έχει καταβληθεί το σύνολο του ενιαίου ειδικού προστίµου, προβλέπεται ο συµψηφισµός του µε το οφειλόµενο πρόστιµο, όπως υπολογίζεται µε τις υπό ψήφιση διατάξεις. Καταβληθέντα ποσά που υπερβαίνουν το πρόστιµο µε τον νέο υπολογισµό δεν αναζητούνται, ενώ τυχόν υπολειπόµενο καταβάλλεται ως παράβολο υπέρ του Πράσινου Ταµείου, και γ) αυθαίρετα που δεν έχουν, µέχρι την έναρξη ισχύος του νσχ, υπαχθεί σε καµία ρύθµιση αυθαιρέτων. Προσδιορίζονται οι περιπτώσεις αυθαίρετων κατασκευών και αλλαγών χρήσης που δεν επιτρέπεται να υπαχθούν στις ρυθµίσεις του νσχ, όπως τα ευρισκόµενα εντός δάσους, αιγιαλού, ρεµάτων, εντός παραδοσιακών οικισµών, διατηρητέων κτηρίων, αρχαιολογικών χώρων, κ.λπ. (άρθρα 86– 89 του νσχ).

Περαιτέρω, καθορίζονται ζητήµατα σχετικώς µε την ηλεκτρονική διαδικασία εντοπισµού, ελέγχου και καταγραφής αυθαιρέτων. Ο εντοπισµός των αυθαιρέτων διενεργείται από το Τοπικό Παρατηρητήριο Δοµηµένου Περιβάλλοντος αυτεπαγγέλτως, µετά από αξιολόγηση των στοιχείων που διαθέτει το Παρατηρητήριο ή κατόπιν καταγγελίας, η δε διαπίστωση και ο χαρακτηρισµός αυθαιρέτου γίνεται ύστερα από αυτοψία δύο Ελεγκτών Δόµησης (άρθρα 91 – 93 του νσχ).

Καθορίζεται εκ νέου ο τρόπος υπολογισµού των προστίµων ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτων, και των ποινικών κυρώσεων που επιβάλλονται για αυθαίρετες κατασκευές και για αλλαγές χρήσης που πραγµατοποιούνται µετά την 28.7.2011, καθώς και για αυτές που έχουν πραγµατοποιηθεί πριν από την εν λόγω ηµεροµηνία αλλά δεν υπάγονται σε διατάξεις περί αναστολής επιβολής κυρώσεων. Καθορίζεται εκ νέου η διαδικασία κατεδάφισης και αποµάκρυνσης αυθαιρέτων και προβλέπεται η τήρηση σε κάθε Περιφερειακό Παρατηρητήριο, Μητρώου ιδιωτικών επιχειρήσεων που θα µπορούν να εκτελούν αποφάσεις κατεδάφισης. Από τα επιβαλλόµενα πρόστιµα ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτων, ποσοστό 25% αποδίδεται στην οικεία Περιφέρεια, ποσοστό 25% στον οικείο δήµο, και ποσοστό 50% αποδίδεται στο Πράσινο Ταµείο (άρθρα 94 – 95 του νσχ). Επίσης, εισάγονται νέες ρυθµίσεις για την αντιµετώπιση των αυθαιρέτων κατασκευών που έχουν συντελεσθεί πριν από την 28.7.2011: οι εν λόγω αυθαίρετες κατασκευές και αλλαγές χρήσης ταξινοµούνται σε πέντε κατηγορίες, αναλόγως µε τον ειδικότερο τρόπο τακτοποίησης, καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την υπαγωγή αυτών των κατηγοριών αυθαιρέτων στις προτεινόµενες διατάξεις καθώς και ο τρόπος υπολογισµού του ενιαίου ειδικού προστίµου αυθαίρετης κατασκευής ή χρήσης. Προβλέπεται ο τρόπος εξόφλησης του ενιαίου ειδικού προστίµου, όπως προβλέπονται εκπτώσεις ή προσαυξήσεις αυτού, και ρυθµίζονται εκ νέου τα θέµατα σχετικώς µε την δυνατότητα και τον τρόπο συµψηφισµού καταβληθέντων ποσών από πρόστιµα ανέγερσης και διατήρησης αυθαίρετων µε το ποσό του ενιαίου ειδικού προστίµου που προβλέπεται στις υπό ψήφιση διατάξεις.

Περαιτέρω, καθορίζονται τα θέµατα σε σχέση µε την αναστολή επιβολής κυρώσεων και είσπραξης προστίµων, µε το καθεστώς υπαγωγής αυθαιρέτων για τα οποία εκδίδεται άδεια νοµιµοποίησης ή κατεδάφισης, µε τον καθορισµό τιµής ζώνης ακινήτων, στις περιπτώσεις που δεν έχει καθορισθεί τιµή ζώνης βάσει του συστήµατος αντικειµενικών αξιών, και τίθενται εκ νέου ρυθµίσεις για την αντιµετώπιση ειδικών περιπτώσεων αυθαιρέτων που έχουν συντελεσθεί πριν από την 28.7.2011 και αφορούν την εξαίρεση από κατεδάφιση αυθαιρέτων εντός στάσιµων οικισµών (άρθρο 112 του νσχ), την αντιµετώπιση ακινήτων δηµοσίου ενδιαφέροντος, διατηρητέων ή εντός παραδοσιακών οικισµών, πλησίον γραµµών υψηλής τάσεως, σε παραµεθόριες περιοχές. κ.λπ. (άρθρα 96 – 125 του νσχ).

Με τις προτεινόµενες διατάξεις του Τµήµατος Δ΄ (άρθρα 80 – 125 του νσχ) θεσπίζεται πλαίσιο για την αντιµετώπιση της αυθαίρετης δόµησης, το οποίο περιλαµβάνει ελεγκτικούς µηχανισµούς, κυρώσεις και διαδικασία υπαγωγής σε αδειοδοτικό καθεστώς ή εξαίρεση από την επιβολή προστίµων υπό προϋποθέσεις.

Κατά την πάγια νοµολογία του, το Συµβούλιο της Επικρατείας δέχεται ότι «(…) [οι διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγµατος], οι οποίες τέθηκαν για πρώτη φορά µε το Σύνταγµα του 1975, απευθύνουν στο νοµοθέτη, τυπικό ή κανονιστικό, την επιταγή να ρυθµίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδοµική διαµόρφωση της χώρας µε βάση ορθολογικό σχεδιασµό υπαγορευόµενο από πολεοδοµικά κριτήρια, σύµφωνα µε την ιδιοµορφία, την φυσιογνωµία και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Ουσιώδες στοιχείο του σχεδιασµού αυτού είναι ο καθορισµός ή η τροποποίηση των όρων δόµησης και των χρήσεων γης της πόλης. Κριτήρια για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδοµική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της ανάπτυξης των οικισµών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων (ΣτΕ 123/2007 Ολ., ΣτΕ 1528/2003 Ολ.), δεν επιτρέπεται δε η χειροτέρευσή τους µε οποιονδήποτε τρόπο, όπως µε την επί το δυσµενέστερο µεταβολή της επιτρεπόµενης δόµησης και χρήσης, αν αυτή δεν επιβάλλεται από εξαιρετικούς λόγους δηµοσίου συµφέροντος προς εξυπηρέτηση προέχουσας σηµασίας σκοπού, κατά την µετά από στάθµιση ουσιαστική εκτίµηση του νοµοθέτη υποκείµενη σε δικαστικό έλεγχο, ούτε η νόθευση των πολεοδοµικών κανόνων που έχουν θεσπιστεί µε τα παραπάνω κριτήρια. Τούτων έπεται, ότι µέχρις ότου τεθούν για πρώτη φορά από το νοµοθέτη, προς εκπλήρωση της ανωτέρω, το πρώτον επίσης τεθείσης συνταγµατικής επιταγής, οι βασικοί κανόνες πολεοδόµησης, είναι συνταγµατικώς ανεκτή η πρόβλεψη της δυνατότητας εξαίρεσης από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών που έχουν ανεγερθεί πριν τη θέσπιση των κανόνων αυτών, που τίθενται εν γνώσει ακρι-
βώς της ανωτέρω κατ’ εξαίρεση δυνατότητας, αλλά η σχετική ρύθµιση νοείται ως εξαιρετική και υπό όρους, ώστε αφενός να µην αποδυναµώνεται ουσιωδώς η αποτελεσµατικότητα των θεσπιζόµενων κανόνων και, αφετέρου, να µην προκαλείται βλάβη σε φυσικά οικοσυστήµατα, οικιστικά σύνολα και πολιτιστικά στοιχεία που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας. Είναι όµως αντίθετες προς την ανωτέρω συνταγµατική επιταγή διατάξεις, µε τις οποίες επιτρέπεται η υπό τους αυτούς όρους εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών που ανεγείρονται µεταγενεστέρως, µετά δηλαδή τη θέσπιση των ανωτέρω πολεοδοµικών κανόνων, και κατά παράβαση των διατάξεων που αφορούν τους όρους και περιορισµούς δόµησης ή τις χρήσεις γης. Και τούτο διότι η εξαίρεση αυτή από την κατεδάφιση συνεπάγεται τη νόθευση και τη συνεχή ανατροπή του σχεδιασµού, η ανατροπή δε αυτή, είτε αφορά τα κτίρια και τον τρόπο δόµησής τους είτε τη χρήση τους, έχει ως αποτέλεσµα την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, πολλώ δε µάλλον αν οι προϋποθέσεις εξαίρεσης από την κατεδάφιση αυθαίρετης κατασκευής ή διατήρησης µη επιτρεποµένης χρήσης, δεν συναρτώνται προς την πολεοδοµική επιβάρυνση της περιοχής σε σχέση µε την εξαιρούµενη από την κατεδάφιση κατασκευή, αλλά και µε το σύνολο των νέων αυθαίρετων κατασκευών της συγκεκριµένης περιοχής (ΣτΕ Ολοµ. 3921/2010, ΣτΕ 3500/2009) (…)». Βάσει των διατάξεων του ΓΟΚ 1973 «ήταν δυνατόν να εγκρίνεται (…) εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών, εφόσον επρόκειτο για µικρές παραβάσεις, των οποίων η καθαίρεση θα κατέληγε σε υπέρµετρη βλάβη του κτιρίου, ή θα έθετε σε κίνδυνο τη φέρουσα κατασκευή αυτών, ή θα έβλαπτε υπέρµετρα την αισθητική εµφάνιση του κτιρίου, ή θα απαιτούσε υπέρµετρες για την αποκατάσταση της αισθητικής του δαπάνες και των οποίων η διατήρηση σε κάθε περίπτωση δεν θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της κατασκευής ούτε θα απέβαινε υπέρµετρα σε βάρος της πόλης. Όπως κρίθηκε µε τη ΣτΕ Ολοµ. 1876/1980, µε τις ως άνω διατάξεις του ΓΟΚ του 1973 (…) [π]ροβλεπόταν (…) η εξαίρεση από την κατεδάφιση, όταν οι παραβάσεις της αυθαίρετης κατασκευής κρίνονταν από τα αρµόδια όργανα της Πολιτείας, µε βάση αυστηρώς πολεοδοµικά και κτιριολογικά κριτήρια, ως άνευ σηµασίας και δυσµενών επιπτώσεων για τη λειτουργικότητα, την πολεοδοµική ισορροπία και εξέλιξη της περιοχής και, ως εκ τούτου, ως µη επηρεάζουσες σοβαρά τους όρους διαβίωσης των κατοίκων της. Κρίθηκε, εξάλλου, ότι το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγµατος ανεχόταν, καταρχήν, την προβλεπόµενη από το ΓΟΚ του 1973, µε τη συνδροµή των τιθέµενων σε αυτόν προϋποθέσεων και κριτηρίων, εξαίρεση από τον κανόνα της κατεδάφισης των κτισµάτων που οικοδοµούνται, κατά παράβαση των καθορισθέντων από την Πολιτεία για την περιοχή όρων και περιορισµών δοµήσεως, δεδοµένου ότι η εξαίρεση αυτή ήταν δυνατή όταν οι αυθαίρετες κατασκευές οφείλονταν σε ασήµαντες από πολεοδοµική άποψη παραβάσεις, οι οποίες, ως εκ του µεγέθους, της µορφής, και των επιπτώσεων τους, δεν ασκούσαν σοβαρή επιρροή στη λειτουργικότητα των οικισµών, δεν παρεµπόδιζαν την οµαλή ανάπτυξη αυτών, ούτε επιδρούσαν δυσµενώς στους όρους διαβίωσης (…) Ακολούθησε ο ν. 720/1977 (Α΄ 297), µε το άρθρο 1 παρ. 1 του οποίου ορίσθηκε ότι οι εντός και εκτός των εγκεκριµένων σχεδίων ή και εντός οικισµών προϋφιστάµενων του 1923 αυθαίρετες οικοδοµές ή τµήµατα αυτών, που ανεγέρθηκαν πριν από την δηµοσίευση του ν. 651/1977, ο οποίος περιείχε διάταξη για τη δήλωση αυθαιρέτων, εξαιρούνται από την κατεδάφιση, έστω και αν αντίκεινται στις κείµενες πολεοδοµικές διατάξεις, εφόσον οι κύριοι ή συγκύριοι αυτών υποβάλλουν εµπροθέσµως στην αρµόδια Πολεοδοµία τις προβλεπόµενες ( δηλώσεις και λοιπά στοιχεία και την εισφορά (…) του ίδιου νόµου. Στην παρ. 9 του άρθρου 2 του ως άνω νόµου, προβλεπόταν η δυνατότητα του Υπουργού Δηµοσίων Έργων, ύστερα από γνώµη της αρµόδιας αρχιτεκτονικής επιτροπής, να κηρύξει απαράδεκτη την υποβληθείσα δήλωση και να αποκλείσει από την εξαίρεση από την κατεδάφιση περιπτώσεις αυθαίρετων κατασκευών σε επίκαιρα σηµεία πόλεων και οικισµών σε όλη τη χώρα εφόσον οι κατασκευές αυτές προσβάλλουν αισθητώς την εµφάνιση της περιοχής ή ιδιάζουσας σηµασίας στοιχείου αυτής ή αποβαίνουν υπέρµετρα σε βάρος της πόλης. Με την ίδια ως άνω 1876/1980 απόφαση της Ολοµέλειας του Δικαστηρίου (βλ. και Π.Ε. 585/1978) κρίθηκε ότι µε τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 720/1977 θεσπίστηκε παρέκκλιση από την πάγια ρύθµιση του θέµατος της αντιµετώπισης των αυθαιρέτων κατασκευών που είχε εισαχθεί µε το άρθρο 124 παρ. 3 του ΓΟΚ του 1973, καθώς, αντίθετα µε τις τελευταίες αυτές διατάξεις, µε το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 720/1977, προβλεπόταν η εξαίρεση από την κατεδάφιση των µέχρι ορισµένη ηµεροµηνία σε όλη την επικράτεια ανεγερθεισών και υφιστάµενων αυθαίρετων κατασκευών, µε την απλή δήλωση του ενδιαφεροµένου, τελούσε δε σε εξάρτηση από µόνο το συµπτωµατικό γεγονός της ύπαρξης της κατασκευής, που παραβίαζε τους ισχύοντες όρους και περιορισµούς δόµησης σε ορισµένη χρονική στιγµή. Αυτή η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 720/1977, που εξαιρούσε αυτοµάτως από την κατεδάφιση κάθε αυθαίρετη κατασκευή, που υφίστατο σε ορισµένη χρονική στιγµή, χωρίς να εξαρτά την εξαίρεση αυτή από το µέγεθος, το είδος ή τη σηµασία της κατασκευής ή τις επιπτώσεις επί του περιβάλλοντος χώρου, µε µόνη τη δήλωση του ενδιαφεροµένου και χωρίς προηγούµενη κρίση της διοίκησης, που να διαµορφώνεται βάσει πολεοδοµικών κριτηρίων, κρίθηκε ότι ήταν αντίθετη στην παρ. 2 του άρθρου 24 του Συντάγµατος και ως εκ τούτου, ανίσχυρη, ενώ η παρεχοµένη από το άρθρο 2 παρ. 9 του ν. 720/1977 δυνατότητα επανόδου στον κανόνα της κατεδάφισης, µε την εκ των υστέρων επέµβαση της Διοίκησης, δεν αρκούσε για να καταστήσει τη διάταξη συνταγµατικώς έγκυρη (…)[Α]ακολούθως (…) εκδόθηκαν οι ν. 947/1979 «Περί οικιστικών περιοχών (Α΄ 169) και 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδοµικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθµίσεις» (Α΄ 33). (…) ο ν. 1337/1983, στο πλαίσιο των αρχών και κανόνων πολεοδοµικού σχεδιασµού τους οποίους θέσπισε, µε τα άρθρα 15 έως 22 ρύθµισε θέµατα σχετικά µε την τύχη των αυθαίρετων κατασκευών, προέβη δε σε διαχωρισµό αυτών, ανάλογα µε το χρόνο ανέγερσής τους, σε παλαιά αυθαίρετα, δηλαδή σε εκείνα που είχαν ανεγερθεί µέχρι 31.1.1983 και σε νέα αυθαίρετα, ανεγερθέντα ή ανεγειρόµενα µετά την 31.1.1983 (…) Όπως κρίθηκε µε τις αποφάσεις 3500/2009 και 3921/2010 της Ολοµελείας του Δικαστηρίου, από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα: Ως προς τις παλαιές αυθαίρετες κατασκευές διατηρήθηκε ο σύµφωνος µε τη συνταγµατική επιταγή του άρθρου 24 παρ. 2 κανόνας της κατεδάφισης, µε παράλληλη πρόβλεψη της δυνατότητας εξαίρεσής τους από την κατεδάφιση, η οποία, συνιστά, πάντως, απόκλιση από τον ανωτέρω κανόνα. Κατά συνέπεια, είναι στενώς ερµηνευτέες οι προαναφερόµενες διατάξεις, µε τις οποίες επιτρέπεται η εξαίρεση εάν υποβληθεί προς τούτο σχετική δήλωση και ύστερα από κρίση της πολεοδοµικής αρχής ότι για τη συγκεκριµένη κατασκευή πληρούνται ορισµένες προϋποθέσεις και δεν συντρέχουν τα αντικειµενικά και απόλυτα κωλύµατα που προβλέπονται για την εξαίρεση στις διατάξεις αυτές. Ειδικότερα δε, για τις κατασκευές που βρίσκονται σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλης, η κρίση για την οριστική εξαίρεση από την κατεδάφιση είναι επιτρεπτή µόνο εάν προηγηθεί ένταξη της περιοχής αυτής σε πολεοδοµικό σχέδιο, διότι διαφορετικά το αποτέλεσµα θα ήταν η γενικευµένη νοµιµοποίηση αυθαιρέτων που θα καθιστούσε αδύνατο ή λίαν δυσχερή τον ορθολογικό σχεδιασµό κατά τους ανωτέρω κανόνες. Ως προς τις νέες αυθαίρετες κατασκευές, επί των οποίων δεν εφαρµόζονται οι ανωτέρω διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 8 του ν. 1512/1985 και των οποίων η διατήρηση επίσης θα συνεπήγετο τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης µε τη νόθευση του ήδη εγκεκριµένου πολεοδοµικού σχεδίου ή θα επηρέαζε την εφαρµογή των αρχών πολεοδοµικού σχεδιασµού κατά την εκπόνηση, βάσει των νέων κανόνων που τίθενται µε τις διατάξεις αυτές, νέων σχεδίων για τα οποία κατά τα ανωτέρω µπορούν να ληφθούν υπόψη µόνον οι δυνάµενες επιτρεπτώς να εξαιρεθούν της κατεδάφισης υφιστάµενες παλαιές κατασκευές που παραβιάζουν τους όρους δόµησης και οι επιτρεπτώς δυνάµενες να διατηρηθούν χρήσεις, ισχύει, σύµφωνα µε την αυτή συνταγµατική επιταγή, ο κανόνας της κατεδάφισης χωρίς την προαναφερόµενη εξαίρεση. Ο κανόνας δε αυτός επαναλαµβάνεται και από τον εισαχθέντα µετά το Σύνταγµα του 1975 Γ.Ο.Κ. του 1985, ο οποίος µάλιστα επιβάλλει την κατεδάφιση των αυθαίρετων κατασκευών ακόµα και αν δεν παραβιάζουν τις πολεοδοµικές διατάξεις, εκτός αν οι ενδιαφερόµενοι µεριµνήσουν για την έκδοση ή την αναθεώρηση των οικοδοµικών αδειών, δυνάµει των οποίων θα έπρεπε να είχαν κατασκευαστεί τα σχετικά κτίσµατα (…) στη συνέχεια, µε την παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3044/2002 (Α΄ 197), προστέθηκε στο άρθρο 17 του ν. 1337/1983, το οποίο δεν επιτρέπει την εξαίρεση από την κατεδάφιση των νέων αυθαιρέτων κατασκευών, παρ. 14, µε την οποία επετράπη η εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών εντός ή εκτός εγκεκριµένων σχεδίων πόλεων ή οικισµών, καθώς και η κατ’ εξαίρεση διατήρηση ανεπίτρεπτων χρήσεων, που ανεγέρθηκαν ή εγκαταστάθηκαν µετά τις 31.1.1983, αλλά και θα ανεγείρονται ή θα εγκαθίστανται στο µέλλον, χωρίς κανένα χρονικό περιορισµό, εφόσον έχουν ανεγερθεί ή εγκατασταθεί βάσει οικοδοµικής άδειας, η οποία εκδόθηκε ύστερα από έλεγχο της πολεοδοµικής αρχής και µεταγενέστερα ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε για λόγο που δεν σχετίζεται µε την υποβολή ανακριβών στοιχείων για την έκδοσή της. Με τις µνηµονευθείσες 3500/2009 και 3921/2010 αποφάσεις της Ολοµέλειας του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η ως άνω διάταξη αντίκειται: α) στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγµατος, για το λόγο ότι µε τη ρύθµιση αυτή ανατρέπεται ή επηρεάζεται δυσµενώς ο πολεοδοµικός σχεδιασµός, αποδυναµώνεται η εφαρµογή των όρων δόµησης και των περιορισµών χρήσης και επέρχεται επιδείνωση των όρων διαβίωσης, στην εξασφάλιση των οποίων αποβλέπει το πολεοδοµικό σχέδιο, β) στις συνταγµατικές αρχές του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγµατος) και του σεβασµού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγµατος), εφόσον θεµελιώδης επιδίωξη του Κράτους δικαίου είναι η πραγµάτωση του Δικαίου στην Πολιτεία, που πρωτίστως επιτυγχάνεται µε τη διαφύλαξη του κύρους του νόµου, και γ) στη συνταγµατική αρχή της ισότητας, διότι θέτει σε µειονεκτική µοίρα τους νοµοταγείς πολίτες που έχουν ιδιοκτησία στην ίδια περιοχή, έναντι εκείνων των οποίων οι ανεγερθείσες ή διαρρυθµισθείσες οικοδοµές είναι αυθαίρετες λόγω παραβίασης των ισχυόντων όρων δοµήσεως και χρήσεων γης αλλά εν τούτοις εξαιρούνται από την κατεδάφιση (…) µε τις διατάξεις του ν. 4014/2011 «Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθµιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση µε δηµιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρµοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος» (Α΄ 209/21.9.2011) ρυθµίσθηκαν εκ νέου τα θέµατα της αυθαίρετης δόµησης (…) [Σ]ύµφωνα µε την εισηγητική έκθεση του ν. 4014/2011, µε τις διατάξεις του νόµου αυτού επιχειρείται η χάραξη µιας «κόκκινης γραµµής» στην αυθαίρετη δόµηση, προκειµένου να υπάρξει αποτελεσµατική καταπολέµησή της στο µέλλον και να αποκατασταθεί το περιβαλλοντικό ισοζύγιο στις υφιστάµενες πολεοδοµικές υπερβάσεις, που µπορεί και πρέπει να αντιµετωπίζονται µε ρεαλιστικά πρόστιµα. Στην ίδια εισηγητική έκθεση γίνεται αναφορά στην «αναποφασιστικότητα της πολιτείας να αντιµετωπίσει το σοβαρό πρόβληµα των υπερβάσεων δόµησης και αλλαγών χρήσης», η οποία σε συνδυασµό µε την «εξαιρετική δυσκολία που συνεπάγεται το εγχείρηµα της τροποποίησης της πολεοδοµικής νοµοθεσίας, του τρόπου έκδοσης των αδειών και του ελέγχου των οικοδοµών», οδήγησε «στη συνενοχή Κράτους Πολίτη και στην ανοχή της αυθαιρεσίας σε τέτοιο βαθµό, ώστε η αυθαίρετη δόµηση να έχει γίνει εθιµική πρακτική και να τυγχάνει ευρείας αποδοχής», µε συνέπεια να συντηρηθεί επί µακρόν «ένας φαύλος κύκλος διαπλοκής». Περαιτέρω, επισηµαίνεται ότι οι ρυθµίσεις του νόµου αποβλέπουν στην εφαρµογή του συστήµατος «της πράσινης χρήσης των αυθαίρετων υπερβάσεων δόµησης», µε σκοπό την αποκατάσταση της βλάβης που επήλθε στο περιβάλλον και την αποκατάσταση του διαταραγµένου περιβαλλοντικού ισοζυγίου, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών αλλά και τον έµπρακτο σεβασµό της ισότητας των πολιτών και της αρχής του κράτους δικαίου. Συναφώς, τονίζεται ότι οι ρυθµίσεις του αντιµετωπίζουν το υπαρκτό πρόβληµα µέσα από την περιβαλλοντική και πολεοδοµική του διάσταση στη λογική της πράσινης ανάπτυξης, των αρχών της αειφορίας και της προστασίας του περιβάλλοντος και δεν αποτελούν µόνο ρυθµίσεις εισπρακτικού χαρακτήρα, χωρίς όµως να παραγνωρίζεται και η δυσµενής δηµοσιονοµική συγκυρία, στην οποία βρίσκεται η χώρα. Επιπλέον, σύµφωνα µε την εισηγητική έκθεση του νόµου, το ενιαίο ειδικό πρόστιµο, το ύψος του οποίου διαµορφώνεται σύµφωνα µε περιβαλλοντικά, πολεοδοµικά και κοινωνικά κριτήρια, αποτελεί ένα από τα βασικά εργαλεία ανάπτυξης της σχέσης περιβαλλοντικού οφέλους και βλάβης, δεδοµένου ότι τα ποσά που θα εισπραχθούν, θα κατατίθενται σε ειδικό κωδικό του πράσινου ταµείου και θα αποδίδονται για την κατεδάφιση αυθαιρέτων, την εξισορρόπηση του ελλείµµατος γης, την αύξηση των κοινόχρηστων χώρων και την διασφάλιση εκείνων των χώρων που έχουν χαρακτηριστεί ως απαλλοτριωτέοι και κινδυνεύουν να αποχαρακτηριστούν λόγω της οικονοµικής αδυναµίας των δήµων να τους αποκτήσουν (…) µε τις ρυθµίσεις του άρθρου 24 του ν. 4014/2011, ανεξαρτήτως αν αναφέρονται σε αναστολή επιβολής των κυρώσεων που προβλέπονται από τις παγίως ισχύουσες γενικές διατάξεις για την αυθαίρετη δόµηση και όχι σε νοµιµοποίηση ή σε εξαίρεση από την κατεδάφιση, επιτρέπεται κατ’ ουσίαν η επί µακρόν διατήρηση κατασκευών και χρήσεων που παραβιάζουν τις εκάστοτε ισχύουσες πολεοδοµικές διατάξεις, η αναστολή δε αυτή έχει εφαρµογή και σε κατασκευές µεταγενέστερες του ν. 1337/1983, µε τον οποίο αναµορφώθηκε το σύστηµα πολεοδοµικού σχεδιασµού σε εκτέλεση της επιταγής του άρθρου 24 του Συντάγµατος και στο πλαίσιο του εισαγόµενου νέου αυτού συστήµατος, θεσπίστηκε η διάκριση των αυθαίρετων κατασκευών σε παλαιές και νέες και επιτρεπτώς χορηγήθηκε η δυνατότητα εξαίρεσης από την κατεδάφιση των παλαιών, µε τις οριζόµενες στις σχετικές διατάξεις προϋποθέσεις, σε αντίθεση προς τις νέες, για τις οποίες επέβαλε την κατεδάφιση, ώστε να αποτραπεί η συνέχιση της νόθευσης και ανατροπής του πολεοδοµικού σχεδιασµού υπό το καθεστώς της ανωτέρω συνταγµατικής διατάξεως και των εκτελεστικών της νόµων. Οι ως άνω ρυθµίσεις του άρθρου 24 του ν. 4014/2011 έχουν ως συνέπεια να ανατρέπεται, και σε κάθε περίπτωση να νοθεύεται, ο επιβαλλόµενος από το άρθρο 24 του Συντάγµατος ορθολογικός πολεοδοµικός σχεδιασµός, και να επέρχεται αλλοίωση της λειτουργικότητας των οικισµών και επιδείνωση των όρων διαβιώσεως των κατοίκων, δεδοµένου ότι η αναστολή αυτή επέρχεται µε µόνη την υποβολή αίτησης του ενδιαφεροµένου και των σχετικών δικαιολογητικών και την καταβολή του οριζόµενου στο νόµο ποσού ειδικού προστίµου, χωρίς την ειδική για κάθε αυθαίρετο κρίση αρµόδιου οργάνου της διοίκησης, ύστερα από εκτίµηση πολεοδοµικών και κτιριολογικών κριτηρίων, που εξαρτώνται από το µέγεθος, τη χρήση, το είδος και τη σηµασία της αυθαίρετης κατασκευής, καθώς και από τις επιπτώσεις της στο χώρο που την περιβάλλει, τη συνολική δηλαδή επιβάρυνση της περιοχής. Και ναι µεν, σύµφωνα µε το άρθρο 24 παρ. 1, σε συνδυασµό µε το άρθρο 23 παρ. 3 του ανωτέρω νόµου, από το µέτρο της αναστολής επιβολής κυρώσεων εξαιρούνται αυθαίρετες κατασκευές και χρήσεις που βρίσκονται σε περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές, όπως οι εγκεκριµένοι κοινόχρηστοι χώροι, τα δάση και οι δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, ο αιγιαλός, οι αρχαιολογικοί χώροι, οι παραδοσιακοί οικισµοί, οι περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και τα ρέµατα, µε το άρθρο 27 του νόµου αυτού ορίζονται αυστηρά πρόστιµα ανέγερσης και διατήρησης αν δεν υποβληθεί η απαιτούµενη για την υπαγωγή στο µέτρο της αναστολής δήλωση ή δεν καταβληθεί το σχετικό ειδικό ενιαίο πρόστιµο και προβλέπεται ρητώς, αφενός η υποχρέωση αποστολής των εν λόγω προστίµων ανέγερσης και διατήρησης στην αρµόδια ΔΟΥ για τη βεβαίωση και είσπραξή τους και αφετέρου η πειθαρχική δίωξη για παράβαση της υποχρέωσης αυτής, καθώς και για παράλειψη του πειθαρχικώς προϊσταµένου να ασκήσει τη δίωξη και, τέλος, µε το άρθρο 28 του ίδιου νόµου οι αρµοδιότητες της Ειδικής Υπηρεσίας Κατεδαφίσεων που είχε συσταθεί µε το ν. 3818/2010, η οποία µετονοµάζεται σε Ειδική Υπηρεσία Επιθεώρησης και Κατεδάφισης Αυθαιρέτων και ανασυγκροτείται, επεκτείνονται στις ανωτέρω αναφερόµενες περιβαλλοντικές ευαίσθητες περιοχές και διευρύνονται τα µέσα που έχει στη διάθεσή της η υπηρεσία αυτή για την κατεδάφιση των αυθαίρετων κατασκευών, µε τις διατάξεις όµως αυτές, µε τις οποίες επιδιώκεται η αποτελεσµατική εφαρµογή των προβλεπόµενων κυρώσεων, δηλαδή της κατεδάφισης και των προστίµων, για τις µη υπαγόµενες στο µέτρο της αναστολής αυθαίρετες κατασκευές, δεν αίρονται, οι δυσµενείς συνέπειες στο περιβάλλον των περιοχών, όπου βρίσκονται οι αυθαίρετες κατασκευές, για τις οποίες, κατ’ εφαρµογή του προαναφερόµενου άρθρου 24 του ν. 4014/2011, αναστέλλεται η κατεδάφιση χωρίς εκτίµηση των συνεπειών στην εφαρµογή του πολεοδοµικού σχεδιασµού και στους όρους διαβίωσης και στην ποιότητα ζωής στις περιοχές αυτές, παρά το ότι ο ορθολογικός σχεδιασµός µε βάση χωροταξικά και πολεοδοµικά κριτήρια αναγόµενα στη φυσιογνωµία και στις ανάγκες κάθε περιοχής, η εξασφάλιση της λειτουργικότητας των οικισµών και, γενικότερα, η προστασία του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος αποτελεί συνταγµατική επιταγή για όλους τους οικισµούς και περιοχές της Χώρας. Εξάλλου, οι ανωτέρω δυσµενείς περιβαλλοντικές συνέπειες δεν αναιρούνται από την πρόβλεψη ότι το ειδικό πρόστιµο, του οποίου η καταβολή επιβάλλεται για την υπαγωγή των αυθαίρετων κατασκευών στις επίµαχες διατάξεις περιέρχεται στο Πράσινο Ταµείο και διατίθεται για τη λήψη µέτρων που αποβλέπουν στη διασφάλιση περιβαλλοντικού ισοζυγίου, όπως η εξισορρόπηση του ελλείµµατος γης, η αύξηση των κοινόχρηστων και ελεύθερων χώρων και ο καθορισµός «ζωνών πολεοδοµικής εξισορρόπησης» κατά την αναθεώρηση Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., δεδοµένου ότι, πάντως, στο µέτρο της αναστολής κατεδάφισης υπάγεται οποιαδήποτε αυθαίρετη κατασκευή, για την οποία υποβάλλονται τα οριζόµενα στις επίµαχες διατάξεις στοιχεία, εκτός εκείνων που βρίσκονται στις προβλεπόµενες στο νόµο περιοχές, η αναστολή δε επέρχεται µε µόνη την υποβολή των στοιχείων αυτών και δεν εξαρτάται από εκτίµηση των συνεπειών της διατήρησης αυθαίρετης κατασκευής σε συσχέτιση µε συγκεκριµένα µέτρα που λαµβάνονται ή µε δράσεις που αναλαµβάνονται µε επιβάρυνση του σχετικού κονδυλίου του Πράσινου Ταµείου, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι µε µεταγενέστερες διατάξεις προβλέπεται ότι, κατά τη διάρκεια εφαρµογής του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής, µόνο ποσοστό 2,5% των πόρων του Πράσινου Ταµείου διατίθεται αποκλειστικά για τις λειτουργικές του δαπάνες και την εκπλήρωση των σκοπών του, και δεν επιτρέπεται να χρησιµοποιηθεί για την κάλυψη άλλων αναγκών, για δε το υπόλοιπο παρέχεται η δυνατότητα να οριστεί, µε κοινή υπουργική απόφαση, ότι περιέρχεται στον Κρατικό Προϋπολογισµό, προδήλως ενόψει της οικονοµικής κρίσης της χώρας. Άλλωστε, εισπρακτικοί και µόνον σκοποί δεν θα ήταν δυνατό να θεµελιώσουν λόγο δηµοσίου συµφέροντος που θα δικαιολογούσε τη θέσπιση ρυθµίσεων µε ευρύτατες συνέπειες σε βάρος του περιβάλλοντος, όπως οι ρυθµίσεις των επίµαχων διατάξεων. Κατά συνέπεια, οι ρυθµίσεις αυτές, για την εφαρµογή των οποίων εκδόθηκαν οι προσβαλλόµενες αποφάσεις και οι οποίες τροποποιήθηκαν, µάλιστα, στη συνέχεια µε τις µνηµονευόµενες σε προηγούµενες σκέψεις διατάξεις, µε σκοπό να καθίσταται ευχερέστερη, από άποψη διαδικασίας και αποδεικτικών µέσων, η υπαγωγή αυθαίρετων κατασκευών στο επίµαχο µέτρο της αναστολής κατεδάφισης, έρχονται σε αντίθεση µε τις επιταγές που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγµατος» (ΣτΕ [Ολ]3341/2013 ΣΤΕ).

Με πρόσφατη απόφασή του, το Συµβούλιο της Επικρατείας (Ολ 1858/2015) τάχθηκε υπέρ της συνταγµατικότητας ρυθµίσεων επί αυθαιρέτων µε το σκεπτικό ότι «(…) τα θέµατα της αυθαίρετης δόµησης ρυθµίστηκαν εκ νέου µε τον ν. 4178/2013 «Αντιµετώπιση της Αυθαίρετης Δόµησης Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (...) µε τον ν. 4178/2013 επανεισάγεται το πρότυπο των ρυθµίσεων που είχαν επιχειρηθεί µε τον ν. 4014/2011 µε προσθήκες νέων ρυθµίσεων (όπως η κατηγοριοποίηση των αυθαιρεσιών µε το άρθρο 8, από την οποία συναρτάται η χορήγηση εξαίρεσης ή αναστολής από την κατεδάφιση) και διαφοροποιήσεις, είτε επί το επιεικέστερο [όπως, άρθρα 1 (παρ. 2, περ. ζ), 2 (παρ. 2 περ. α, δ, ζ, η, ι, ιστ), 3 (παρ. 9, 10, 11)], είτε επί το αυστηρότερο [όπως, άρθρο 7 παρ. 2 για την απόδειξη χρόνου κατασκευής µε βάση εισηγµένες στο ηλεκτρονικό σύστηµα αεροφωτογραφίες της 28.7.2011] για τις αυθαίρετες κατασκευές ή χρήσεις (…) Η αναστολή ή και η εξαίρεση από την κατεδάφιση, κατά τις διατάξεις του παρόντος, ισχύει για κτίρια των οποίων έχει ολοκληρωθεί ο φέρων οργανισµός και για χρήσεις που έχουν εγκατασταθεί, µέχρι 28.7.2011 καθ’ υπέρβαση είτε των διατάξεων του ν. 1577/1985 (Α΄ 210) είτε της οικοδοµικής άδειας είτε των όρων ή περιορισµών δόµησης του ακινήτου είτε χωρίς οικοδοµική άδεια και εφόσον η χρήση τους δεν απαγορεύεται από τις πολεοδοµικές διατάξεις για τις χρήσεις γης που ισχύουν στην περιοχή του ακινήτου κατά την παρ. 1 του άρθρου 51 του ν. 4030/2011 (Α΄ 249) ή δεν απαγορευόταν κατά το χρόνο έκδοσης της οικοδοµικής άδειας ή κατά το χρόνο κατασκευής ή εγκατάστασης της αυθαίρετης χρήσης (…) Από τις ίδιες συνταγµατικές διατάξεις συνάγεται ότι ο µεν κοινός νοµοθέτης υποχρεούται να θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις για τον αποτελεσµατικό έλεγχο της τήρησης της χωροταξικής και πολεοδοµικής νοµοθεσίας, η δε Διοίκηση υποχρεούται να εφαρµόζει τις ίδιες διατάξεις, λαµβάνοντας αµελλητί τα προβλεπόµενα προληπτικά και κατασταλτικά µέτρα, προκειµένου να αποτρέπεται η καταστρατήγηση των εν λόγω διατάξεων, η οποία έχει ως συνέπεια δυσεπανόρθωτη βλάβη της βιώσιµης ανάπτυξης και επιβάρυνση των όρων διαβίωσης των κατοίκων. Συνεπώς, σε περίπτωση αυθαίρετης αλλαγής χρήσης ή αυθαίρετης κατασκευής επιβάλλεται η άµεση και αυτεπάγγελτη παρέµβαση της αρµόδιας υπηρεσίας προς επαναφορά της νόµιµης χρήσης ή διακοπή των εκτελουµένων εργασιών και κατεδάφιση της αυθαίρετης κατασκευής, αντιστοίχως. Η µη κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών είναι επιτρεπτή µόνο αν οι ενδιαφερόµενοι µεριµνήσουν για την έκδοση ή αναθεώρηση των απαιτουµένων οικοδοµικών αδειών, εφόσον τούτο προβλέπεται από την οικεία νοµοθεσία. Η αθρόα νοµιµοποίηση αυθαιρέτων χρήσεων και κατασκευών µόνο κατ’ εξαίρεση είναι δυνατό να γίνει συνταγµατικά ανεκτή, εφόσον τεκµηριώνεται ότι η λύση αυτή επιβάλλεται από σπουδαίο δηµόσιο συµφέρον και ότι συγχρόνως λαµβάνονται µέτρα, µε τα οποία επιχειρείται να αποτραπεί η επανάληψη της αυθαιρεσίας και διασφαλίζεται ο περιορισµός στο ελάχιστο δυνατό της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος και των όρων διαβίωσης (…) Από τη βασική αυτή παραδοχή εκκινώντας και λαµβάνοντας υπ’ όψιν το Δικαστήριο τη δέσµη µέτρων που θεσµοθετούνται προς αποτροπή συνεχίσεως της άνοµης οικοδοµικής δραστηριότητος για το µέλλον, κρίνει ότι οι σχετικές ρυθµίσεις του νόµου, που αναφέρονται στα αυθαίρετα του παρελθόντος είναι συνταγµατικώς ανεκτές».

Υπό το φως των ανωτέρω, το σύνολο των διατάξεων του κεφαλαίου τελεί υπό την προϋπόθεση ότι πληροί τα ανωτέρω κριτήρια, ιδίως δε, πέραν των βασιζόµενων σε ασήµαντες από πολεοδοµική άποψη παραβάσεις, αυθαίρετων κατασκευών οι οποίες, ως εκ του µεγέθους, της µορφής, και των επιπτώσεων τους, δεν ασκούν σοβαρή επιρροή στη λειτουργικότητα των οικισµών, δεν παρεµποδίζουν την οµαλή ανάπτυξη αυτών ούτε επιδρούν δυσµενώς στους όρους διαβίωσης, εφόσον πρόκειται περί κατασκευών ή χρήσεων µετά την έναρξη ισχύος του ν. 1337/1983, µε τον οποίο θεσπίσθηκε η διάκριση των αυθαίρετων κατασκευών σε παλαιές και νέες και επιτρεπτώς χορηγήθηκε η δυνατότητα εξαίρεσης από την κατεδάφιση των παλαιών, η εξαίρεση από την κατεδάφιση πρέπει να επιβάλλεται από σπουδαίο δηµόσιο συµφέρον, λαµβανοµένων συγχρόνως µέτρων µε τα οποία επιχειρείται να αποτραπεί η επανάληψη της αυθαιρεσίας και διασφαλίζεται ο περιορισµός στο ελάχιστο δυνατό της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος και των όρων διαβίωσης. Εξ άλλου, η αυτόµατη εξαίρεση από την κατεδάφιση κάθε αυθαίρετης κατασκευής, που υφίσταται σε ορισµένη χρονική στιγµή, χωρίς να ερευνώνται το µέγεθος, το είδος ή τη σηµασία της κατασκευής ή οι επιπτώσεις επί του περιβάλλοντος χώρου, µε µόνη τη δήλωση του ενδιαφεροµένου και χωρίς προηγούµενη κρίση της διοίκησης διαµορφούµενη βάσει πολεοδοµικών κριτηρίων, είναι αντίθετη στις ανωτέρω συνταγµατικές επιταγές.

Με τα άρθρα 126 έως 150 του Τµήµατος Ε΄ του νσχ ρυθµίζονται διάφορα θέµατα αρµοδιότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Προβλέπεται ότι τα δάνεια που συνάπτει το Πράσινο Ταµείο στο πλαίσιο επίτευξης των σκοπών του συνάπτονται µε πιστωτικά ιδρύµατα της ηµεδαπής ή της αλλοδαπής ή µε το Ταµείο Παρακαταθηκών και Δανείων, καθώς και ότι ο Ταµείο µπορεί να συνάπτει προγραµµατικές συµβάσεις µε το Δηµόσιο ή µε φορείς του Δηµοσίου µε αντίστοιχη αποτύπωση των εν λόγω προγραµµατικών συµβάσεων στους προϋπολογισµούς των φορέων. Τροποποιείται η νοµοθεσία σχετικώς µε την εγκατάσταση δικτύων αερίων καυσίµων σε οικοδοµές και ιδιοκτησίες. Παρέχεται η δυνατότητα παράτασης των δικαιωµάτων εκµετάλλευσης γεωθερµικού δυναµικού χαµηλής θερµοκρασίας, τα οποία έχουν εκµισθωθεί έως 29-8-2003, συµφώνως µε τις οριζόµενες προϋποθέσεις. Παρατείνεται η δυνατότητα υποβολής, εντός της οριζόµενης προθεσµίας, των δηλώσεων, ειδικώς για το έτος 2016, από τους κατ’ επάγγελµα αγρότες παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, για τη διατήρηση ή µη της ιδιότητας του κατ’ επάγγελµα αγρότη. Τροποποιείται το υφιστάµενο καθεστώς στήριξης των σταθµών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιµες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.) και Συµπαραγωγή Ηλεκτρισµού και Θερµότητας Υψηλής Απόδοσης (Σ.Η.Θ.Υ.Α.) (ν. 4414/2016).

Ακόµη, παρατείνεται η διάρκεια ισχύος Αδειών Εγκατάστασης και Οριστικών Προσφορών Σύνδεσης σταθµών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. και αδειών εκτέλεσης έργων αξιοποίησης υδατικών πόρων µικρών υδροηλεκτρικών σταθµών. Ρυθµίζονται θέµατα σχετικώς µε την οργάνωση και τη διοίκηση της Α.Ε. «Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (Α.Δ.Μ.Η.Ε.) Α.Ε.» µετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του πλήρους ιδιοκτησιακού διαχωρισµού, και καθορίζεται το καθεστώς που διέπει την λειτουργία της.

Παρατείνεται, µέχρι τέλους του 2019, το χρονικό διάστηµα κατά το οποίο η ΔΕΗ Α.Ε. δύναται να υποστηρίζει τη λειτουργία της Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε. Α.Ε., µε σκοπό την διευκόλυνση της πλήρους ανάπτυξης των υπηρεσιών της. Επιτρέπεται η ανέγερση των απαραίτητων συνοδών εγκαταστάσεων σε υφιστάµενα νεκροταφεία, χωρίς τροποποίηση του εγκεκριµένου ρυµοτοµικού σχεδίου. Επιτρέπεται η χωροθέτηση Κέντρων Αποτέφρωσης Νεκρών (ΚΑΝ) και σε χώρους κοινωνικών και πολιτιστικών λειτουργιών, οι οποίοι βρίσκονται µέσα στους οριζόµενους κοινόχρηστους χώρους της περιοχής του Ελαιώνα, µε τους προβλεπόµενους από τις υπό ψήφιση διατάξεις όρους και προϋποθέσεις (άρθρα 137 – 139 του νσχ). Ρυθµίζονται ζητήµατα σχετικώς µε τη δυνατότητα οικοδόµησης σε υδατορέµατα, την έγκριση γεωλογικών µελετών, την έκδοση οικοδοµικών αδειών για τουριστικές εγκαταστάσεις, κ.λπ. Επίσης, προβλέπεται η κήρυξη, µε υπουργική απόφαση, αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του οικισµού Αναργύρων του Δήµου Αµυνταίου Νοµού Φλώρινας και ρυθµίζονται µε την παροχή εξουσιοδότησης για έκδοση υπουργικής απόφασης ειδικότερα θέµατα που αφορούν στην κοινωνική αποκατάσταση και οικονοµική στήριξη των κατοίκων του οικισµού των Αναργύρων µέχρι τη συντέλεση της ανωτέρω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (άρθρο 147 του νσχ). Τέλος, στο άρθρο 150 προβλέπεται η ηµεροµηνία έναρξης της ισχύος των διατάξεων του νοµοθετήµατος.

Β. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας και η πολεοδοµική διαµόρφωση, ανάπτυξη και επέκταση των οικιστικών περιοχών συνιστούν υποχρέωση της Πολιτείας, κατά τις επιταγές του άρθρου 24 παρ. 1, 2 και 6 και των άρθρων 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1 του Συντάγµατος. Η ρυθµιστική αυτή αρµοδιότητα του Κράτους εκδηλώνεται µε τη θέσπιση κανόνων που αποβλέπουν στην «(…) προστασία του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος, στην ορθολογική διάταξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο χώρο και στη διασφάλιση της λειτουργικότητας και αισθητικής των οικιστικών περιοχών, ενόψει και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών καθεµιάς από αυτές, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης του πληθυσµού και η οικονοµική ανάπτυξη στα πλαίσια της αρχής της αειφορίας (βιώσιµης ανάπτυξης)(…) (ΣτΕ Ολοµ. 3500/2009, ΣτΕ Ολοµ. 123/2007, ΣτΕ Ολοµ. 1528/2003). Ουσιώδη όρο για τη βιώσιµη ανάπτυξη αποτελούν τα ολοκληρωµένα χωροταξικά σχέδια (εθνικό, περιφερειακό, ειδικά χωροταξικά σχέδια). Με τα σχέδια αυτά «(…) µε βάση την ανάλυση των δεδοµένων και την πρόγνωση των µελλοντικών εξελίξεων, τίθενται οι µακροπρόθεσµοι στόχοι της οικονοµικής και κοινωνικής ανάπτυξης σε αναφορά προς το φυσικό περιβάλλον και την διαφύλαξη των φυσικών πόρων. Ο χωροταξικός σχεδιασµός διέπεται από τις αρχές της ισόρροπης σχέσης µεταξύ πυκνοκατοικηµένου και υπαίθριου χώρου, της διασφάλισης υγιεινών συνθηκών διαβίωσης στο σύνολο των περιοχών, της πρόληψης της βλάβης του περιβάλλοντος, της διαφύλαξης των ελεύθερων χώρων ως χώρων αναψυχής, καθώς και της διαφύλαξης των πρώτων υλών (…)» (ΣτΕ 3628/2009, 5418/2012). Με τα εν λόγω σχέδια «(…) τίθεται υπό την προστασία του Συντάγµατος και τελεί υπό την ρυθµιστική εξουσία και τον έλεγχο της Πολιτείας η χωροταξική κατανοµή σε οικιστικές ή µη περιοχές και η εν γένει δόµηση, κατόπιν προηγούµενης σχεδιάσεως οικισµών µε βάση κανόνες που διαµορφώνονται από τον κοινό νοµοθέτη – αποδέκτη της συνταγµατικής αυτής επιταγής – και οι οποίοι πρέπει να αποβλέπουν στη διαφύλαξη του περιβάλλοντος και στην λελογισµένη ανάπτυξη των οικισµών. Για τον λόγο αυτό, κάθε διαδικασία πολεοδοµήσεως γίνεται σε δύο στάδια, του χωροταξικού και του πολεοδοµικού σχεδιασµού. Ο σχεδιασµός αυτός γίνεται εν όψει χωροταξικών και πολεοδοµικών κριτηρίων από όργανα του Κράτους ή υπό την άµεση εποπτεία και τον έλεγχό του (…)» (ΣτΕ 1876/1980 Ολοµ. 3732/1980, 2525/1992, ΣτΕ 3661/2005, Πρακτικά Επεξεργασίας ΣτΕ 585/1978, 101/1987, 187, 586/1992, 92/1993, 654/1993, κ.λπ., βλ. επίσης, µεταξύ άλλων, Α. Παπαπετρόπουλου, Δίκαιο και Πολιτική του Χωροταξικού σχεδιασµού, 2008, σελ. 27 επ., Δ. Χριστοφιλόπουλου, Πολιτιστικό περιβάλλον, Χωρικός σχεδιασµός και Βιώσιµη ανάπτυξη, 2002, σελ. 113 επ., Β. Σκουρή, Χωροταξικό και Πολεοδοµικό Δίκαιο, 2η έκδ. 1991, σε. 47 επ., Ν. Ρόζου, Η νοµική προβληµατική του χωροταξικού σχεδιασµού, 1994, σελ. 107 επ.). Ειδικότερα ως προς το ζήτηµα των επιπέδων χωροταξικού και πολεοδοµικού σχεδιασµού εντός του πλαισίου των διατάξεων των άρθρων 24, 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1 του Συντάγµατος έχει κατ’ επανάληψη κριθεί από το Συµβούλιο της Επικρατείας ότι ο χωροταξικός σχεδιασµός ανατίθεται στην Πολιτεία, η οποία οφείλει να θεσπίζει τις αναγκαίες ρυθµίσεις, ώστε «(…) να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος, οι άριστοι δυνατοί όροι διαβιώσεως του πληθυσµού και η οικονοµική ανάπτυξη στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας (βιώσιµης αναπτύξεως) (…)» (ΣτΕ 2468/2011 ΕλλΔνη 2012, σελ. 1182 επ., ΣτΕ 2917/2012 ΠερΔικ 2012 σελ. 510 επ.) Mέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας έγκρισης των χωροταξικών σχεδίων «εντός ευλόγου χρόνου», κατά την οικεία ερµηνεία, είναι ανεκτός ο «(…)µερικός χωρικός ή τοµεακός σχεδιασµός και προγραµµατισµός, προκειµένου να αποφεύγεται η άναρχη ανάπτυξη που προκαλεί υποβάθµιση και καταστροφή του περιβάλλοντος και η δηµιουργία πραγµατικών καταστάσεων που δυσχεραίνουν και υπονοµεύουν την ορθολογική χωροταξία (…) Δεν είναι πάντως, ανεκτή από το Σύνταγµα η αναίρεση από τον νοµοθέτη, µάλιστα δε µε αναδροµική ισχύ, της θεσπισθείσας από τον ίδιο υποχρεώσεως εγκρίσεως συγκεκριµένης κατηγορίας χωροταξικών µελετών εντός ορισµένου χρονικού διαστήµατος, εφόσον αυτή ισοδυναµεί µε την παροχή δυνατότητος επ’ αόριστον πραγµατοποιήσεως των οικείων δραστηριοτήτων χωρίς ολοκληρωµένο αντίστοιχο σχεδιασµό (…)» (ΣτΕ Ολοµ. 2489/2006, ΣτΕ 2917/2012 ΠερΔικ 2012 σελ. 510 επ.). Συµφώνως πάντοτε προς τις ίδιες παραδοχές της νοµολογίας, τα όργανα του Κράτους οφείλουν να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για την αποτελεσµατική διαφύλαξη του φυσικού, πολιτιστικού και οικιστικού περιβάλλοντος και, ειδικότερα, να λαµβάνουν «(…) τα απαιτούµενα νοµοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά, µέτρα, παρεµβαίνοντας στον αναγκαίο βαθµό στην οικονοµική ή άλλη ατοµική ή συλλογική δραστηριότητα (….) κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιµη ανάπτυξη (…)» (ΣτΕ Ολοµ.3920/2010, ΣτΕ 3396/2010, 3037/2008, 705/2006, 1569/2005).

Κατά συνέπεια, η δόµηση δεν είναι ανεκτή πριν από τον προαναφερθέντα χωροταξικό σχεδιασµό, «(…) ήτοι προ του καθορισµού της θέσεως του οικισµού και των ρυµοτοµικών γραµµών, κοινοχρήστων και οικοδοµήσιµων χώρων του. Δεν συγχωρείται, εξ άλλου, ο σχεδιασµός αυτός να περιορίζεται στην παραδοχή πραγµατικών καταστάσεων που δηµιουργούνται από ιδιώτες προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συµφερόντων, ούτε επιτρέπεται να µεταβάλλεται η διοικητική διαδικασία εις τρόπον ώστε να προηγείται η έγκριση της διαµορφωµένης καταστάσεως και να έπεται ο σχεδιασµός (…)». (Πρακτικό Επεξεργασίας ΣτΕ 498/1993, ΤοΣ 1994 σελ. 905 επ.)

Γ. Όπως προαναφέρθηκε, στο πλαίσιο της αρχής της βιώσιµης οικιστικής ανάπτυξης έχουν διαµορφωθεί από τη νοµολογία του ΣτΕ κανόνες χωροταξικής και πολεοδοµικής ανάπτυξης, όπως η απαγόρευση της απεριόριστης µεταφορά του συντελεστή δόµησης (ΣτΕ 1310/1993), η επιδείνωση των όρων δόµησης, όπως είναι η αντικατάσταση του πανταχόθεν ελεύθερου οικοδοµικού συστήµατος µε δυσµενέστερο (ΣτΕ 10/1989) ή η αύξηση του συντελεστή δόµησης (ΣτΕ 1310/1993), η απαγόρευση χρήσης, έστω και κοινωφελούς, των περιαστικών δασικών εκτάσεων (ΣτΕ 8197/1993) ή του αστικού πρασίνου από δηµόσιους υπόγειους σταθµούς (ΣτΕ 2242/1994), η αναχαίτιση της περαιτέρω ανάπτυξης των µεγαλουπόλεων (ΠΕ ΣτΕ 2/1996), η προτεραιότητα στη βελτίωση των υποβαθµισµένων περιοχών των µεγαλουπόλεων, στη διασφάλιση επαρκών ελευθέρων κοινοχρήστων χώρων, µε σκοπό τουλάχιστον τη διατήρηση της ποιότητας ζωής στους οικισµούς, και ειδικότερα ως προς την ερµηνεία του άρθρου 24 παρ. 2 και 3 Σ σχετικώς µε την «(…) συνταγµατική υποχρέωση της Διοικήσεως να συντάξει χωροταξικό σχέδιο» (ΣτΕ Πρακτικό Επεξεργασίας 304/1994, βλ. εκτενώς σε Μ. Δεκλερή, Ο δωδεκάδελτος του περιβάλλοντος Εγκόλπιον βιωσίµου αναπτύξεως, 1996, σελ. 57 επ., ΣτΕ 1525/1981, 1876/1980). Η ίδρυση οικισµών από ιδιωτικούς συνεταιρισµούς πρέπει να εντάσσεται στον οικείο χωροταξικό σχεδιασµό βάσει επίσηµου χάρτη, ο οποίος πρέπει επίσης να υποβάλλεται στο Δικαστήριο (ΣτΕ 497/2011 σε ΠερΔικ 2012, σελ. 742). Η εφαρµογή του θεσµού της µεταφοράς συντελεστή δόµησης που συνεπάγεται «(…) απόκλιση από τους πάγιους όρους δοµήσεως και χρήσεως των ακινήτων της οικιστικής ζώνης όπου θα πραγµατοποιηθεί η µεταφορά του συντελεστού δοµήσεως έχει από τη φύση του δυσµενείς επιπτώσεις στο οικιστικό περιβάλλοντος της βαρυνόµενης περιοχής. Η εξουδετέρωση ή τουλάχιστον µείωση των δυσµενών αυτών επιδράσεων επιβάλλεται από τη συνταγµατική προστασία του οικιστικού περιβάλλοντος και καθιστά συνταγµατικώς αναγκαία τη θέσπιση κριτηρίων κατά την οριοθέτηση του πεδίου εφαρµογής του θεσµού αυτού…» (ΣτΕ 2366/2007, 1310/1993, 101/1994 Ολοµ.). Η απόφαση της Ολοµέλειας ΣτΕ 10/1988 έθεσε τα κριτήρια µε τα οποία είναι δυνατή η τροποποίηση των ισχυουσών πολεοδοµικών ρυθµίσεων, κάνοντας αναφορά στην, βάσει του άρθρου 24 παρ. 2 Σ, αρχή του «πολεοδοµικού κεκτηµένου». Συµφώνως προς την εν λόγω αρχή, «…αι θεσπιζόµεναι τροποποιήσεις οικοδοµικών κανονισµών και σχεδίων πόλεως δέον να µη συνεπάγονται υποβάθµισιν του περιβάλλοντος, ήτοι µείωσιν των ελευθέρων χώρων, του πρασίνου (…) ή χειροτέρευση των συνθηκών φωτισµού, ηλιασµού, αερισµού κ.λπ. όλων των οικοδοµηµένων ακινήτων (βλ. και ΣτΕ 4477/1995, ΔιΔικ 1995 σελ. 1378). Καθιερώνεται αυξηµένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος που περιλαµβάνει τη διατήρηση στο διηνεκές των πολιτιστικών στοιχείων και τη δυνατότητα επιβολής περιορισµών. Αν οι επιβαλλόµενοι περιορισµοί δεσµεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία, δηµιουργούν δικαίωµα αποζηµίωσης. Επίσης, µπορούν να καθορίζονται µε υπουργική απόφαση ζώνες απόλυτης δόµησης και δόµησης µε περιορισµούς. Ο καθορισµός των ζωνών αυτών δεν προϋποθέτει προηγούµενη κήρυξη του χώρου ως αρχαιολογικού (ΣτΕ 2182/1994, ΔιΔικ 1995 σελ. 745, βλ. εκτενή ανάπτυξη σε Μ. Δεκλερή, όπ. παρ., σελ. 90 επ.). Σε κάθε περίπτωση, ως όριο των σχετικών τροποποιήσεων και µεταβολών τίθεται η µη απόκλιση από τις ρυθµίσεις που τίθενται από τον ευρύτερο χωροταξικό σχεδιασµό {βλ. ΣτΕ Ολ 376/2014 «(…) για τη θέσπιση των σχετικών ρυθµίσεων πρέπει να λαµβάνονται υπόψη τόσο από τη Διοίκηση όσο και από τον τυπικό νοµοθέτη τα πορίσµατα και οι εφαρµογές των επιστηµών της χωροταξίας και της πολεοδοµίας, αλλά και κάθε άλλης επιστήµης που σχετίζεται µε τη συγκεκριµένη ρύθµιση…» (ΣτΕ 415/2011 Ολοµ., 3838/2009, 123/2007). Κατ’ ακολουθίαν τούτων, καταρχήν, δεν επιτρέπεται η λήψη µέτρων που επιφέρουν την επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και την υποβάθµιση του υπάρχοντος φυσικού ή οικιστικού περιβάλλοντος (ΣτΕ 1528/2003 Ολοµ., 1847/2008 Ολοµ., 3059/2009 Ολοµ., 415/2011 Ολοµ.), εάν δε τέτοια µέτρα ληφθούν µε νόµο, πρέπει είτε σε αυτόν είτε στην αιτιολογική του έκθεση ή στις συζητήσεις στη Βουλή ή, µε βάση τις συντρέχουσες πραγµατικές συνθήκες υπό τις οποίες κατέστη αναγκαία η ψήφισή του, να προκύπτει ο ειδικός πολεοδοµικός λόγος ο οποίος επέβαλε τη λήψη τους (πρβλ. ΣτΕ 1528/2003 Ολοµ.). Η τήρηση της συνταγµατικής αυτής επιταγής δεν εκφεύγει του ελέγχου του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει βάσει των διδαγµάτων της κοινής πείρας να σταθµίσει σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση εάν και κατά πόσον υποβαθµίζεται το περιβάλλον (ΣτΕ 3059/2009 Ολοµ., 415/2011 Ολοµ.) και, σε περίπτωση που κατ’ εξαίρεση συµβαίνει, εάν προκύπτει ο ανωτέρω ειδικός πολεοδοµικός λόγος («….Κατά τον καθορισµό ή την τροποποίηση των χρήσεων γης και τον καθορισµό του συντελεστή δόµησης, που συνιστούν ουσιώδη στοιχεία της κατά τα ανωτέρω επιβαλλόµενης ορθολογικής χωροταξίας και πολεοδοµίας και καθορίζουν την πολεοδοµική φυσιογνωµία κάθε οικισµού, από την οποία, εν όψει και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, εξαρτάται η λειτουργικότητά του, πρέπει να αναζητείται ο πλέον πρόσφορος τρόπος θεραπείας των πολεοδοµικών αναγκών, δυνάµει γενικών και αντικειµενικών κριτηρίων, συναπτοµένων προς τον σεβασµό του περιβάλλοντος, την ασφάλεια αλλά και τη λειτουργικότητα των πόλεων και των οικισµών, την ικανότητά τους, δηλαδή, να επιτελούν την κύρια λειτουργία τους και γι’ αυτούς αλλά και για το ευρύτερο χωρικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται (…)» (ΣτΕ 374/2014 Ολοµ., πρβλ., επίσης, ΣτΕ 415/2011 Ολοµ., 3059/2009 Ολοµ.).

Επισηµαίνεται ότι µε την πρόσφατη απόφαση υπ’ αριθµ. 1858/2015 της Ολοµέλειας ΣτΕ κρίθηκε ότι: «Επειδή, από τις παρατεθείσες διατάξεις του επίµαχου νόµου 4178 όσο και από συναφείς συγχρόνων και παλαιοτέρων νοµοθετηµάτων, αφορώντων τον σχεδιασµό των πόλεων και των οικισµών, και εν γένει της δοµήσεως, προκύπτουν και τα εξής: ο νοµοθέτης έχει εκτιµήσει πλήρως το πρόβληµα της αυθαίρετης δοµήσεως, όπως εµφανίζεται σήµερα, και έχει καταλήξει στο θεµελιωµένο συµπέρασµα ότι η αντιµετώπιση µε το µέτρο των κατεδαφίσεων των de facto καταστάσεων είναι τεχνικώς αδύνατη και κοινωνικώς-οικονοµικώς εξαιρετικά επικίνδυνη λόγω α) της εκτάσεώς τους, συνεπαγόµενης απώλειες οικονοµικές ανυπολόγιστης αξίας και οξύτατες κοινωνικές αντιδράσεις β) του γεγονότος ότι τα αυθαίρετα, κατά πλειοψηφία, δεν αποτελούνται από αυτόνοµες, ανεξάρτητες οικοδοµές αλλά από αυθαίρετες επεµβάσεις-επεκτάσεις διαφόρων τύπων σε οικοδοµές, ανεγερθείσες µε νόµιµες άδειες εντός σχεδίων πόλεων η κατεδάφιση των οποίων συναρτάται µε τεχνικά προβλήµατα και διακινδύνευση του όλου κτίσµατος και, τελικώς, γ) της αδυναµίας διαχειρίσεως εκ µέρους του Κράτους του όλου προβλήµατος, που θα προέκυπτε, κατά τη διάρκεια και την πρόοδο της «επιχειρήσεως» κατεδαφίσεων δοµηµένων (αυθαιρέτων) επιφανειών που εγγίζουν τα 41.000.000 m2 και αφορούν πληθυσµό ενδιαφεροµένων πολιτών (υπαιτίων ιδιοκτητών, ανυπαιτίων ειδικών ή καθολικών διαδόχων τους κλπ) που υπερβαίνουν, κατά τις εκτιµήσεις της Διοικήσεως το 1.000.000 (…) Υπό τα δεδοµένα αυτά το Δικαστήριο, χωρίς να αναιρεί την βασική γραµµή της νοµολογίας, η οποία απαιτεί ως αναγκαία συνταγµατική προϋπόθεση της δοµήσεως τον σχεδιασµό, οφείλει να λάβει υπ’ όψιν του το πασίδηλο γεγονός, το οποίο εκίνησε τον νοµοθέτη στις λύσεις και στα µέτρα του ν. 4178/2013, τ.ε. αφ’ ενός το ανενεργό του µέτρου της κατεδαφίσεως επί σειρά δεκαετιών µε τα αντίστοιχα αποτελέσµατα και αφ’ ετέρου την µαθηµατικώς διαπιστωµένη αντικειµενική αδυναµία υλοποιήσεως του µέτρου αυτού σήµερα, σε αναφορά µε όγκο και επιφάνειες, όπως ανωτέρω εκτέθηκε. Από τη βασική αυτή παραδοχή εκκινώντας και λαµβάνοντας υπ’ όψιν το Δικαστήριο τη δέσµη µέτρων που θεσµοθετούνται προς αποτροπή συνεχίσεως της άνοµης οικοδοµικής δραστηριότητος για το µέλλον, κρίνει ότι οι σχετικές ρυθµίσεις του νόµου, που αναφέρονται στα αυθαίρετα του παρελθόντος είναι συνταγµατικώς ανεκτές».

ΙΙ. Παρατηρήσεις επί των άρθρων του νσχ

Επί του άρθρου 49


Ως προς την προτεινόµενη εισαγωγή Μητρώου Μελετητών και Επιβλεπόντων Μηχανικών και των καθηκόντων τους, καθώς και την τήρησή του από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, είναι σκόπιµο να σηµειωθεί ότι αυτή τελεί υπό την προϋπόθεση της έκδοσης των οικείων κανονιστικών πράξεων µε τις οποίες θα ρυθµίζονται τα ζητήµατα των επαγγελµατικών δικαιωµάτων των διπλωµατούχων µηχανικών ΑΕΙ συµφώνως µε τη διάταξη του άρθρου 29 ν. 4439/2016, καθώς και του καθορισµού των αντίστοιχων δικαιωµάτων και της πρόσβασης σε αυτά βάσει του τίτλου σποδών που αποκτούν οι πτυχιούχοι ΤΕΙ κατά την αντίστοιχη ρύθµιση του άρθρου 46 ν. 4485/2017.

Περαιτέρω, επισηµαίνεται ότι η διατύπωση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 49 φαίνεται να µην καταλαµβάνει τους µηχανικούς πτυχιούχους σχολών Τ.Ε.Ι., θέτοντας ενδεχοµένως ζήτηµα ανισότητας µεταχείρισης σε βάρος της εν λόγω κατηγορίας επαγγελµατιών.


Επί του άρθρου 54

Ως προς την προτεινόµενη διάταξη που αφορά τον σχηµατισµό και τη συµπλήρωση της ηλεκτρονικής ταυτότητα των κτηρίων, είναι σκόπιµο να ρυθµισθούν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες είτε δεν είναι δυνατή η πρόσβαση στα στοιχεία που απαιτούνται για την έκδοση της οικοδοµικής άδειας, για λόγους µη οφειλόµενους στους κυρίους των ακινήτων, είτε έχουν συντελεσθεί αυθαίρετες προσθήκες, µεταβολές και αλλοιώσεις των κτηρίων. Επίσης, σκόπιµο είναι να διευκρινισθεί ποιές διατάξεις θα εφαρµόζονται ως προς τα ελλείποντα στοιχεία σε σχέση µε τη συµπλήρωση της ηλεκτρονικής ταυτότητας: ερωτάται, εάν εν προκειµένω, εάν θα έχουν εφαρµογή οι κανονιστικές και νοµοθετικές ρυθµίσεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αδείας ή αυτές που ισχύουν κατά την συντέλεση της διαδικασίας συµπλήρωσης της ηλεκτρονικής ταυτότητας του κτηρίου.

Οµοίως, πρέπει να διευκρινισθεί εάν, σε περίπτωση έλλειψης ουσιώδους στοιχείου της ηλεκτρονικής ταυτότητας που απαιτεί την πραγµατοποίηση αντίστοιχης εργασίας στο κτήριο, εντός ποιού χρονικού διαστήµατος θα απαιτείται να πραγµατοποιηθεί αυτή κ.λπ.


Επί των άρθρων 64 έως 79

Με τις προτεινόµενες διατάξεις εισάγεται εκ νέου ο θεσµός της µεταφοράς συντελεστή δόµησης, η εφαρµογή του οποίου είχε ανασταλεί µετά την έκδοση των αποφάσεων ΣτΕ 1071, 1072, 1073/1994, 6070/1996 Ολοµ. και, προσφάτως, 2874/2015, ΣτΕ 4165/2015, ΣτΕ 4541/2011. Με τις εν λόγω αποφάσεις, βασικές ρυθµίσεις τόσο του ν. 2300/1995 όσο και του σε αντικατάστασή του εκδοθέντος ν. 3044/2002 κρίθηκαν αντίθετες προς τα άρθρο 24 παρ. 2 και 3 Συντάγµατος.

Με το άρθρο 2 του νόµου 880/1979 προβλέφθηκε για πρώτη φορά, κατά τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η µεταφορά του συντελεστή δόµησης (µ.σ.δ.), δηλαδή η δυνατότητα του ιδιοκτήτη ακινήτου να µεταφέρει το δικαίωµα δόµησης του ακινήτου του σε άλλο ακίνητο, και τούτο για λόγους εξυπηρέτησης συνταγµατικά προστατευόµενων αξιών και πολεοδοµικών αναγκών. Μετά την ως άνω νοµολογία του ΣτΕ ότι η ρύθµιση του θεσµού µ.σ.δ. «(…) ήταν αντίθετη προς τις επιταγές του άρθρου 24 παρ. 1, 2 και 6 Σ (…)» (ΣτΕ Ολ 1071/1994), ρυθµίσθηκε εκ νέου ο θεσµός της µ.σ.δ. µε τον ν. 2300/1995, και, κατόπιν, µε τον ν./ 3044/2002, διατάξεις των οποίων, όµως, και πάλι κρίθηκαν κατά τα ανωτέρω αντίθετες προς τις επιταγές του άρθρου 24 Σ, µε συνέπεια να έχει ανασταλεί µέχρι σήµερα η εφαρµογή τους.

Ο θεσµός της µεταφοράς του συντελεστή δόµησης αποτελεί µέσο κυρίως για την εξυπηρέτηση του πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος (διάσωση διατηρητέων κτηρίων, η δηµιουργία χώρων πρασίνου, προστασία περιοχών ιδιαίτερου κάλλους κ.λπ.). Η σχετική διαδικασία περιλαµβάνει αφενός την έγκριση και αφετέρου την υλοποίηση της εγκριθείσας µ.σ.δ. Η διαδικασία έγκρισης της µεταφοράς συντελεστή δόµησης αφορά σε περιοχές στις οποίες υπάρχουν τα «βαρυνόµενα» ακίνητα, όπως είναι τα διατηρητέα, τα ακίνητα µε οικοδοµήµατα ή µνηµεία που έχουν χαρακτηρισθεί αρχαία ή έργα τέχνης ή ιστορικά µνηµεία, κ.λπ. Όσον αφορά στα διατηρητέα ακίνητα, αυτός ο τρόπος αποζηµίωσης του ιδιοκτήτη προβλέπεται από το άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγµατος. Στις λοιπές περιπτώσεις, ο ιδιοκτήτης του «βαρυνόµενου ακινήτου» µπορεί να αποζηµιωθεί µε το θεσµό της µεταφοράς συντελεστή δόµησης για την προσβολή του δικαιώµατος επί του ακινήτου του µόνο εφόσον και ο ίδιος το επιθυµεί και συναινεί σε αυτό. Ο χώρος υποδοχής και εγκατάστασης του συντελεστή δόµησης έχει κριθεί από τη νοµολογία του Συµβουλίου Επικρατείας ότι είναι καθοριστικής σηµασίας, εν όψει των δυσµενών επιπτώσεων τις οποίες από τη φύση της επιφέρει η µεταφορά στην περιοχή υποδοχής του συντελεστή, και ειδικότερα στη χωροταξική και πολεοδοµική διαρρύθµισή της και, εποµένως, και στους όρους διαβίωσης σε αυτήν. Συγκεκριµένως, η νοµολογία του ΣτΕ έχει δεχθεί ότι η µεταφορά σ.δ. «….δεν είναι συνταγµατικώς επιτρεπτή σύµφωνα µε το άρθρο 24 παρ. 1 και 2 Σ, εφόσον πραγµατοποιείται σε περιοχές που δεν έχουν ειδικώς προκαθορισθεί και οργανωθεί µε αντικειµενικά κριτήρια χωροταξικής και πολεοδοµικής φύσεως ως κατάλληλες ζώνες για το σκοπό αυτό, όπως συµβαίνει µε τις Ζώνες Αγοράς Συντελεστών (ΖΑΣ)» (ΣτΕ 1781-1783/1991). «(…) Γενικότερα, η θέσπιση και διαφοροποίηση των όρων δόµησης και χρήσης των ακινήτων που περιλαµβάνονται στη χωροταξική ρύθµιση δεν επιτρέπεται να γίνεται κατά τρόπο περιστασιακό, αλλά επιβάλλεται να εντάσσεται στον πολεοδοµικό σχεδιασµό, να υπηρετεί τους στόχους του και να εναρµονίζεται µε τις κατευθύνσεις του..». (ΣτΕ Ολ 6070/1996, ΣτΕ 2874/2015).

Εποµένως, επιβάλλεται η επιλογή και προετοιµασία κατάλληλων χώρων για την υποδοχή των σ.δ., µέσω της διαδικασίας του χωροταξικού σχεδιασµού. Ως προς το ζήτηµα των κριτηρίων επιλογής – δηλαδή της θέσης και του πολεοδοµικού πλαισίου – των ζωνών υποδοχής συντελεστών, η νοµολογία δέχεται ότι «…τα κριτήρια αυτά πρέπει να είναι αµιγώς πολεοδοµικά και να αναφέρονται όχι απλώς σε συγκεκριµένα ακίνητα αλλά στην περιοχή που υποδέχεται το µεταφερόµενο συντελεστή, ώστε η µεταφορά να πραγµατοποιείται σε περιοχή ή περιοχές που µπορούν, από πολεοδοµική άποψη να την δεχτούν. Συγκεκριµένα, οι περιοχές υποδοχής συντελεστή πρέπει να επιλέγονται µε γνώµονα τον βαθµό της οικιστικής τους ανάπτυξης, τα περιθώρια επιβάρυνσής τους, τη θέση, τις ιδιαιτερότητες, τα χαρακτηριστικά τους, και την εν γένει φυσιογνωµία τους. Στοιχείο της ρύθµισης αυτής αποτελεί και ο καθορισµός της συνολικής επιβάρυνσης της περιοχής στην οποία πραγµατοποιείται η µεταφορά, ώστε να µην υπερβαίνει το όριο, πέρα από το οποίο αλλοιώνεται η οικιστική φυσιογνωµία της βαρυνόµενης περιοχής. Μόνο µε τη θέσπιση των κριτηρίων αυτών µπορεί να εναρµονισθεί ο θεσµός της µεταφοράς συντελεστή µε τη συνταγµατική επιταγή της ορθολογικής χωροταξικής ανάπυξης και πολεοδοµικής διαµόρφωσης της Χώρας και να αποτελέσει ένα θεµιτό µέσο για την εξυπηρέτηση συνταγµατικών αξιών, όπως είναι η προστασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς (…)» (ΣτΕ, Ολ. 1071/1994, 1072/1994, 1073/1994, 1848/1994, 3745/1995).

Σηµειωτέον ότι ζώνες υποδοχής (επειδή τις συνοδεύει αύξηση του σ.δ.) δεν επιτρέπεται να προβλεφθούν σε περιοχές που τελούν σε καθεστώς ειδικής προστασίας, όπως είναι, π.χ., παραδοσιακοί οικισµοί, αλλά µπορούν να καθορισθούν σε περιοχές που εντάσσονται για πρώτη φορά στο σχέδιο πόλεως. Επίσης, είναι αναγκαία η πρόβλεψη ανωτάτου ορίου σ.δ. που επιτρέπεται να µεταφερθεί, και απόκειται στον νοµοθέτη ο ειδικότερος προσδιορισµός του. Ωστόσο, πρέπει πάντοτε να λαµβάνεται υπόψη και ο τελικός σ.δ. που προκύπτει από τη µεταφορά σ.δ., το δε βάρος της υποδοχής του φέρει το οικιστικό σύνολο, όπου βρίσκεται το σηµείο βάσεως, συµφώνως µε τον νοµολογιακό κανόνα «έκαστος οικισµός φέρει τα δικά του πολεοδοµικά βάρη» (ΣτΕ, Ολ. 1071/1994, 1072/1994, 1073/1994). Υπό το φως των προαναφερθέντων, θα ήταν ίσως σκόπιµο να αναφέρεται ρητώς στις προτεινόµενες διατάξεις ο επιτρεπόµενος µέγιστος συντελεστής υλοποίησης δόµησης, χωρίς πάντως να είναι επιτρεπτή η εν λόγω πραγµατοποίηση της µεταφοράς συντελεστή δόµησης σε όµορους δήµους (άρθρο 68 νσχ). Επίσης, πρέπει να τίθενται οι κανόνες καθορισµού ζωνών υποδοχής συντελεστή από τους δήµους, του ανώτατου ύψους Σ.Δ. του οποίου δεν πρέπει να γίνεται υπέρβαση (άρθρο 72), καθώς και οι κανόνες καθορισµού της αποζηµίωσης προς τον δικαιούχο τίτλου µεταφοράς συντελεστή µέσω της Τραπέζης ΔΔΚΧ (άρθρο 79 του νσχ).

Επί του άρθρου 81

Στο τέλος της παραγράφου 1.β) πρέπει να διαγραφεί η λέξη «νόµου», δεδοµένου ότι η αναφορά της παραγράφου 3 αφορά το παρόν άρθρο.

Εξ άλλου, στην παράγραφο 2 οι θεµιτές αποκλίσεις των διαστάσεων των κτηρίων που περιγράφονται, αναφέρονται ειδικότερα και στο άρθρο 42 παρ. 10 ως προς την ενηµέρωση φακέλου.

Επί των άρθρων 82 και 83

Στην παράγραφο 2 του άρθρου 83 απαιτείται επί κάθε δικαιοπραξίας εν ζωή, περιλαµβανοµένης και της δωρεάς αιτία θανάτου, µε αντικείµενο τη µεταβίβαση ή τη σύσταση εµπράγµατου δικαιώµατος σε ακίνητο ή και σε ακίνητο χωρίς κτίσµα, να επισυνάπτεται υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη και βεβαίωση µηχανικού ότι δεν έχουν εκτελεσθεί αυθαίρετες κατασκευές καθ’ υπέρβαση της δόµησης, της κάλυψης και του ύψους της ιδιοκτησίας, καθώς και ότι δεν έχουν εγκατασταθεί χρήσεις χωρίς άδεια, ενώ η απαγόρευση µεταβίβασης και σύστασης εµπραγµάτων δικαιωµάτων αφορά κάθε αυθαίρετη κατασκευή και αλλαγή χρήσης κατά το άρθρο 81 παρ. 1.

Επί του άρθρου 93

Με την προτεινόµενη διάταξη, θεσπίζεται διαδικασία ενδικοφανούς προσφυγής κατά της έκθεσης αυτοψίας µε την οποία γίνεται διαπίστωση και χαρακτηρισµός αυθαιρέτου.

Στην παράγραφο 5 περίπτωση α) πρέπει να διορθωθεί η αναφορά στο παρόν κεφάλαιο, δεδοµένου ότι το αίτηµα υπαγωγής στις διατάξεις αναστολής επιβολής των κυρώσεων ρυθµίζεται στο τέταρτο κεφάλαιο.

Η αναφερόµενη στην περίπτωση β) «άδεια νοµιµοποίησης των αυθαιρέτων κατασκευών», και το αναφερόµενο στην περίπτωση γ) [αίτηµα] «νοµιµοποίηση[ς]» χρήζουν διευκρίνισης, δεδοµένου ότι τέτοιοι όροι δεν εξειδικεύονται στο νοµοσχέδιο (βλ. και κατωτέρω).

Επίσης, παρατηρείται ότι και στις τρεις περιπτώσεις δεν ορίζεται σαφώς η διαδικασία υπαγωγής στις διατάξεις του νοµοσχεδίου ούτε προθεσµία υπαγωγής, εκτός αν ισχύει η γενική ρύθµιση του άρθρου 102 που προβλέπει περιορισµένης όµως χρονικής διάρκειας δυνατότητα υπαγωγής, ή η περίπτωση ρυθµισθεί δυνάµει του άρθρου 101 παρ. 6 που προβλέπει κοινή υπουργική απόφαση για τη ρύθµιση της διαδικασίας κατάθεσης και απόδοσης του ειδικού προστίµου, και κάθε σχετικού θέµατος.

Επί του άρθρου 94

Με τις διατάξεις του παρόντος ορίζονται οι κυρώσεις αυθαίρετων κατασκευών µετά την 28η.7.2011. Κατ’ εξαίρεση της βασικής ρύθµισης, κατά την παράγραφο 3 β), ο ιδιοκτήτης, «αν προβεί σε νοµιµοποίηση των αυθαίρετων κατασκευών, επιβάλλεται πρόστιµο ίσο µε το είκοσι τοις εκατό (20%) του προστίµου ανέγερσης της έκθεσης αυτοψίας και πρόστιµο διατήρησης από τη διαπίστωση του αυθαιρέτου έως την ηµεροµηνία έκδοσης της οικοδοµικής άδειας».

Η φράση «προβεί σε νοµιµοποίηση αυθαιρέτων» χρήζει αναδιατύπωσης, µε πληρέστερη περιγραφή των περιπτώσεων υπαγωγής σε ρύθµιση περί αυθαιρέτων.

Εξ άλλου, στην παράγραφο 4 ορίζεται ότι «αν ο υπόχρεος συµµορφωθεί µε τις πολεοδοµικές διατάξεις και αποκαταστήσει την πολεοδοµική παράβαση µε την αποµάκρυνση της χρήσης ή την κατεδάφιση της αυθαίρετης κατασκευής ή εκδώσει την προβλεπόµενη οικοδοµική άδεια όπου επιτρέπεται, µέσα σε προθεσµία τεσσάρων (4) µηνών από τη διαπίστωσή της δεν επιβάλλεται πρόστιµο διατήρησης και το πρόστιµο ανέγερσης περιορίζεται στο ελάχιστο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ».

Παρατηρείται, καταρχάς, ότι ο όρος «εκδώσει την προβλεπόµενη οικοδοµική άδεια» είναι ανακριβής, δεδοµένου ότι η άδεια εκδίδεται από το αρµόδιο διοικητικό όργανο. Εξ άλλου, φαίνεται ότι επιτρέπεται αίτηση έκδοσης άδειας για την εφαρµογή της παραγράφου, ανεξαρτήτως της γενικής προθεσµίας υπαγωγής που δίδεται στο άρθρο 102 του νσχ.

Επί των άρθρων 97, 106 και 110

Στις προκείµενες διατάξεις γίνεται λόγος για «άδεια νοµιµοποίησης», χωρίς να δίδεται ορισµός του προτεινόµενου όρου «άδεια νοµιµοποίησης» ούτε να ορίζεται ότι προβλέπεται η έκδοση τέτοιου τύπου άδειας από το αρµόδιο διοικητικό όργανο µετά την περάτωση των διαδικασιών υπαγωγής. Εξ άλλου, στο άρθρο 106 παρ. 1, ορίζεται ότι «άδεια νοµιµοποίησης µπορεί να εκδοθεί και για κατασκευές των οποίων η οικοδοµική άδεια ακυρώθηκε για τυπικό λόγο, µε αµετάκλητη δικαστική απόφαση, µε την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζονται οι πολεοδοµικές διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο κατασκευής τους και εξακολουθούν να ισχύουν και µετά την έναρξη ισχύος του παρόντος». Επί της προτεινόµενης διάταξης, η σχετική νοµολογία έχει αποφανθεί ότι «οι διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 6 του ν. 4178/2013 «κατά το
µέρος τους, στο οποίο περιλαµβάνονται και οι περιπτώσεις αδειών που ακυρώθηκαν µε αµετάκλητη δικαστική απόφαση είναι ανίσχυρες, διότι έρχονται σε αντίθεση µε την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών (άρθρο 26 του Συντάγµατος), το δικαίωµα παροχής αποτελεσµατικής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος) και την υποχρέωση της Διοικήσεως να συµµορφώνεται προς το περιεχόµενο ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγµατος)».

Ο ίδιος προβληµατισµός διατυπώνεται και ως προς τις ρυθµίσεις των άρθρων 97 και 110 παρ. 1, 2 και 3, β’ εδάφιο µε τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα υπαγωγής στις διατάξεις περί αναστολής και εξαιρέσεως από την κατεδάφιση κτισµάτων, των οποίων οι οικοδοµικές άδειες ή και αναθεωρήσεις αυτών ακυρώθηκαν µε αµετάκλητη απόφαση του αρµόδιου διοικητικού δικαστηρίου.

Στο άρθρο 106 ορθότερο είναι να γίνεται λόγος για δεύτερη παράγραφο του άρθρου 97 λόγω της έλλειψης αρίθµησης των παραγράφων αυτού.

Επί του άρθρου 114

Στις διατάξεις του άρθρου «κατά παρέκκλιση των οριζοµένων στο άρθρο 89» υπάγονται οι αυθαίρετες κατασκευές ή αλλαγές χρήσης σε κτήρια και εγκαταστάσεις ακινήτων δηµοσίου ενδιαφέροντος, ήτοι ιδιοκτησίας του Δηµοσίου, κτήρια όπου στεγάζονται υποδοµές δηµοσίων υπηρεσιών, αθλητικές εγκαταστάσεις κ.λπ. Οι κατηγορίες των υπαγόµενων περιπτώσεων, που εξαιρούνται από τη γενική απαγόρευση του άρθρου 89 (δάση, δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, αιγιαλός, αρχαιολογικοί χώροι, ρέµατα κ.λπ.) είναι πλείονες και περιλαµβάνουν κατασκευές και εγκαταστάσεις χιονοδροµικών κέντρων και ορεινών καταφυγίων δηµόσιου ενδιαφέροντος, λιµενικές εγκαταστάσεις παντός είδους και κτήρια εντός χερσαίας ζώνης λιµένα, που ανήκουν στο Δηµόσιο ή σε δηµόσια αρχή ή έχουν παραχωρηθεί στους δήµους, κατασκευές και εγκαταστάσεις καθ’ υπέρβαση νόµιµης άδειας σε εγκεκριµένους χώρους οργανωµένης υπαίθριας δασικής αναψυχής, οι οποίες έχουν κατασκευασθεί από Ο.Τ.Α ή άλλη δηµόσια αρχή, χωρίς την έγκριση της αρµόδιας για την έκταση δασικής υπηρεσίας.

Στην ανωτέρω περιπτωσιολογία, και προκειµένου οι σχετικές διατάξεις να µην προσκρούουν στο άρθρο 24 του Συντάγµατος, σκόπιµο είναι να ερευνάται κάθε φορά το ειδικό καθεστώς το οποίο διέπει το προς ρύθµιση ακίνητο, ώστε να αποφευχθεί η αθρόα νοµιµοποίηση ακινήτων σε βάρος όχι µόνο του πολεοδοµικού κεκτηµένου, αλλά και περιβαλλοντικώς ευαίσθητων τόπων όπου δεν φαίνεται να υποβάλλεται συγκεκριµένος τύπος µελετών ούτε για προστατευόµενα είδη ούτε για προστατευόµενες περιοχές. Εξ άλλου, για την υπαγωγή των χώρων υπαίθριας δασικής αναψυχής προβλέπεται η απαίτηση θετικής γνωµοδότησης της δασικής υπηρεσίας στην οποία υπάγεται η έκταση, δεν ορίζεται όµως σε τι συνίσταται αυτή ακριβώς.

Επί του άρθρου 117

Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 πρέπει να τεθεί ο τύπος «προσθηκών», αντί του όρου «προσθήκες». Επίσης, παρατηρείται ότι, ελλείψει ρήµατος, η διάταξη δεν συνιστά πρόταση.

Η παράγραφος 3 πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής:

«Για την υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος αυθαίρετων κατασκευών ή αυθαίρετων χρήσεων σε κτήρια µε νόµιµη οικοδοµική άδεια, στον περιβάλλοντα χώρο διατηρητέου κτηρίου ή διατηρητέου τµήµατος κτιρίου, σε επαφή ή και σε απόσταση προς αυτό, τα οποία βρίσκονται είτε στο ακίνητο που περιλαµβάνει το διατηρητέο κτήριο ή τµήµα κτιρίου είτε και σε όµορο προς αυτό ακίνητο, απαιτείται και υποβολή αίτησης στο αρµόδιο Συµβούλιο Αρχιτεκτονικής (Σ.Α.), µε τα εξής δικαιολογητικά».

Τέλος, για λόγους διευκόλυνσης της εφαρµογής του άρθρου, πρέπει να διευκρινισθεί ποιά ακίνητα νοούνται στην παράγραφο 8 ως όµορα επί των οποίων πρόχειρες κατασκευές δεν επιτρέπονται. Επίσης, σκόπιµο θα ήταν, υπό το φως και της θεσπιζόµενης ορολογίας, να χρησιµοποιείται ενιαίως ο όρος «πρόχειρες» ή «προσωρινές» κατασκευές.

Επί του άρθρου 121

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται στο νσχ «αυθαίρετες κατασκευές απαραίτητες για τη λειτουργία νόµιµης µονάδας υδατοκαλλιέργειας, όπως ορίζονται στην παρ. 74 του άρθρου 2 και στο άρθρο 21 του ν. 4067/2012 (Α΄ 79), καθώς και εγκαταστάσεις οι οποίες αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 4 του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασµού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Υδατοκαλλιέργειες (...) σε χώρους αρµοδιότητας της Κτηµατικής Υπηρεσίας, ύστερα από έγκριση του Τµήµατος Γεωργικών Εκµεταλλεύσεων και Αλιείας της Γενικής Διεύθυνσης Δασών και Αγροτικών Υποθέσεων της αρµόδιας Αποκεντρωµένης Διοίκησης και κατά παρέκκλιση των περιορισµών των περιπτώσεων ζ΄ και η΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 89 του παρόντος. Σε κάθε περίπτωση, εξαιρετικά, η αναστολή των διατάξεων του παρόντος ισχύει µόνο για δύο (2) έτη από την ηµεροµηνία υπαγωγής. Αυθαίρετες κατασκευές της παραγράφου αυτής, για τις οποίες εκκρεµούν βεβαιωθέντα πρόστιµα στις Δ.Ο.Υ. ή υποθέσεις και έχουν αποµακρυνθεί ή κατεδαφιστεί, υπάγονται αντίστοιχα στις διατάξεις του παρόντος. Για την υπαγωγή, πέραν των απαιτούµενων δικαιολογητικών, υποβάλλονται το µισθωτήριο συµβόλαιο και η άδεια ίδρυσης µονάδας υδατοκαλλιέργειας».

Η ρύθµιση αφορά, καταρχάς, προσωρινές κατασκευές, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 74 του ν. 4067/2012 («Προσωρινή κατασκευή είναι η κατασκευή που αποτελείται εξ ολοκλήρου από ξηρή δόµηση και εγκαθίσταται σε ελαφρά βάση ή µε σηµειακή θεµελίωση επί του εδάφους, τοποθετείται και αποµακρύνεται σε λυόµενα µέρη, δεν απαιτεί εκτεταµένη υποδοµή ώστε να αλλοιώνει σοβαρά το φυσικό έδαφος και δεν απαιτεί µόνιµη εγκατάσταση συλλογής αποβλήτων. Τοποθετείται για συγκεκριµένο σκοπό και διάρκεια σε οικοδοµήσιµο ή µη χώρο»), όπως εξειδικεύεται στο άρθρο 21 του ν. 4067/2012 (βλ. ιδίως παρ. 1: «Η προσωρινή κατασκευή τοποθετείται σε ιδιωτικούς χώρους παραχωρηµένους σε δηµόσια κοινή χρήση όπως ορίζεται στο άρθρο 10 και σε δηµόσιους κοινόχρηστους χώρους, υπαίθριους ή στεγασµένους, κατά παρέκκλιση των κείµενων πολεοδοµικών όρων της περιοχής και υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπονται οι συγκεκριµένες χρήσεις»).

Εξ άλλου, περιλαµβάνονται και οι αναγκαίες υποδοµές για τη λειτουργία των µονάδων υδατοκαλλιέργειας κατά το άρθρο 4 του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασµού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Υδατοκαλλιέργειες Αναγκαίες υποδοµές, όπως είναι οι συνοδές χερσαίες υποδοµές (εγκαταστάσεις), ειδικές κατασκευές και λοιπές επεµβάσεις (συµπεριλαµβανοµένων των βοηθητικών κτισµάτων).

Επίσης, στην παράγραφο 3 πρέπει να διαγραφεί η, εκ παραδροµής, επαναλαµβανόµενη φράση «µε ευθύνη του κάθε δήµου», στο τέλος της διάταξης.

Εξ άλλου, δεν γίνεται σαφές αν η διάταξη αφορά τις αυθαίρετες προσωρινές κατασκευές της παραγράφου 1 και συνιστά όρο για τη διατήρησή τους επί δύο έτη, δεδοµένου ότι η διετής αναστολή από την εφαρµογή του παρόντος που περιγράφεται στην παράγραφο 1 γίνεται µε απόφαση της Αποκεντρωµένης Διοίκησης, ή αν αφορά την περίπτωση της υποχρεωτικής προσαρµογής των προσωρινών κατασκευών προς την αναφερόµενη στην παράγραφο 2 υπουργική απόφαση και, εποµένως, εφαρµόζεται συνδυαστικώς προς τα οριζόµενα στην ανωτέρω απόφαση και αποτελεί κριτήριο για τη µη αποµάκρυνσή τους.

Επί του άρθρου 119

Με τη ρύθµιση του άρθρου επιτρέπεται η υπαγωγή στο νσχ αυθαίρετων κατασκευών ή αλλαγών χρήσης τουριστικών εγκαταστάσεων «κατά παρέκκλιση των όρων δόµησης και των χρήσεων γης που ίσχυαν κατά το χρόνο κατασκευής, υπό την προϋπόθεση ότι για τις κατασκευές αυτές έχει εκδοθεί, µετά την καταβολή σχετικού προστίµου, σήµα λειτουργίας από τον Ε.Ο.Τ., καθώς και υπό την προϋπόθεση ότι λειτουργούσαν νοµίµως µέχρι τις 28.7.2011, κατά τον γενικό τρόπο που τίθεται, και µε µόνη προϋπόθεση την έκδοση σήµατος λειτουργίας του Ε.Ο.Τ.».

Η διάταξη, κατά τον γενικό τρόπο που τίθεται, δεν συνάδει προς τα ανωτέρω νοµολογιακά δεδοµένα, εφόσον δεν διευκρινίζεται αν η παρέκκλιση από τους όρους δόµησης και οι επιτρεπόµενες χρήσεις γης δύνανται να έρχονται σε αντίθεση µε την απαγόρευση του άρθρου 89.

Επί του άρθρου 131

Με την παράγραφο 4 τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 19 του άρθρου 3 του ν. 4414/2016 και προστίθεται η φράση «το πλαίσιο συµµετοχής στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας» στο περιεχόµενο της απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Στο πλαίσιο της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγµατος και ειδικότερα του εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγµατος, η οποία επιτρέπει να ορισθούν ως φορείς άσκησης κανονιστικής αρµοδιότητας, εκτός από τον Πρόεδρο της Δηµοκρατίας, και άλλα όργανα, εφόσον πρόκειται για «ειδικότερα θέµατα ή θέµατα µε τοπικό ενδιαφέρον ή µε χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτοµερειακό», και δεδοµένου ότι ειδικότερα θέµατα είναι εκείνα «τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόµενό τους και σε σχέση προς την ουσιαστική ρύθµιση που περιέχεται στο νοµοθετικό κείµενο, µερικότερη περίπτωση ορισµένου θέµατος, που αποτελεί το αντικείµενο της εν λόγω νοµοθετικής ρυθµίσεως» (βλ. ΣτΕ 35 [Ολ] 1776/2007), απαιτείται να περιέχει το νοµοθετικό κείµενο όχι απλώς τον καθ’ ύλη προσδιορισµό του αντικειµένου της εξουσιοδότησης, αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθµισή του, έστω και σε γενικό, ορισµένο, όµως, πλαίσιο, συµφώνως προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειµένου να ρυθµίσει τα µερικότερα θέµατα.

Υπό το φως των ανωτέρω, σκόπιµο θα ήταν να περιγραφεί σαφέστερα στη διάταξη η προστιθέµενη ρύθµιση.

Αθήνα, 16.10.2017

Οι εισηγήτριες

Αλεξάνδρα Καρέτσου
Επιστηµονική Συνεργάτις
Γεωργία Μακροπούλου
Ειδική Επιστηµονική Συνεργάτις

Ο Προϊστάµενος του Α΄ Τµήµατος Νοµοτεχνικής Επεξεργασίας
Ξενοφών Παπαρρηγόπουλος
Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστηµίου Πελοποννήσου

Ο προϊστάµενος της Α΄ Διεύθυνσης Επιστηµονικών Μελετών
Αντώνης Παντελής
Καθηγητής της Νοµικής Σχολής  Πανεπιστηµίου Αθηνών

Ο Πρόεδρος του Επιστηµονικού Συµβουλίου
Κώστας Μαυριάς
Οµ. Καθηγητής της Νοµικής Σχολής του  Πανεπιστηµίου Αθηνών

https://www.taxheaven.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: