Μεγάλη ανταπόκριση από τον επιχειρηματικό κόσμο παρουσιάζει σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία της Ειδικής Γραμματείας Ιδιωτικού Χρέους, η νέα μορφή εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων που εισήγαγε ο νόμος 4469/2016 και η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 3 Αυγούστου 2017. Μάλιστα, όχι μόνο έχουν υποβληθεί αιτήσεις αλλά ξεκίνησε και η ανάθεση υποθέσεων στους αρμόδιους συντονιστές οι οποίοι είναι υπεύθυνοι να μεσολαβούν μεταξύ οφειλετών και πιστωτών για τον διακανονισμό των οφειλών των πρώτων σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου. Ομολογούμε πως από τη μία μας κάνει θετική εντύπωση η άμεση λειτουργικότητα της πλατφόρμας και η ανταπόκριση του κοινού, από την άλλη όμως οφείλουμε να εκφράσουμε και τη συγκρατημένη ανησυχία μας για ένα ποσοστό των οφειλετών το οποίο εφόρμησε δίχως προσεκτική μελέτη των όρων και προϋποθέσεων της διαδικασίας αυτής με αποτέλεσμα ενδεχόμενα να απορριφθεί η αίτησή τους και να απολέσει τη μία δυνατότητα που είχε να κάνει χρήση των ευεργετικών διατάξεων του νόμου 4469/2016.
Υπάρχουν ορισμένα σημεία τα οποία χρήζουν ανάδειξης και παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους αιτούντες οφειλέτες, οι οποίοι στις περισσότερες των περιπτώσεων, θα ανοίγουν τη διαδικασία με την υποβολή της αίτησης (υφίσταται δυνατότητα και για τους πιστωτές να εκκινήσουν τη διαδικασία καλώντας τον οφειλέτη να υπαχθεί στον νόμο). Τα σημεία αυτά θα αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία θα παρθεί η απόφαση για την υπαγωγή ή μη στον μηχανισμό του νόμου 4469/2016.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από τη μελέτη του νόμου και τα οποία ήδη απασχολούν τους ενδιαφερόμενους για ένταξη στον εξωδικαστικό μηχανισμό, κινούνται συνήθως γύρω από ορισμένους άξονες-θέματα και αυτούς τους άξονες αναλύουμε στη συνέχεια.
  1. Σε περίπτωση διαγραφής οφειλής, τίθεται ζήτημα φορολογικής επιβάρυνσης του οφειλέτη για την ωφέλεια που αποκομίζει;
Με το ζήτημα της φορολογικής επιβάρυνσης για διαγραφή οφειλών τόσο προς ιδιώτες όσο και προς δημόσιο ή τραπεζικά ιδρύματα, έχουμε ασχοληθεί με παλιότερα άρθρα μας.
Σύμφωνα με το άρθρο 22 του ΚΦΕ: «Κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε., οι οποίες:……………
γ) εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.»
Η διαγραφόμενη απαίτηση ενός πιστωτή εμπίπτει στο άρθρο αυτό.
Στο άρθρο 62 παρ.1 του ν.4389/2016 αναφέρεται ότι:
«Η ωφέλεια νομικού πρόσωπου, νομικής οντότητας, καθώς και φυσικού προσώπου που αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία προκύπτει από τη διαγραφή μέρους ή του συνόλου του χρέους προς πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, προς υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή προς εταιρεία του ν. 4354/2015 (Α’ 176) στο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού ή σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης, δεν θεωρείται δωρεά και απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος.» (προσοχή, ισχύει για εξωδικαστικές συμφωνίες που συνάπτονται μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 2017).
Βλέπουμε λοιπόν πως ενώ όσον αφορά τις οφειλές προς τα τραπεζικά ιδρύματα, οι οφειλέτες έχουν εξασφαλίσει, τουλάχιστον μέχρι και το τέλος του 2017, ότι δε θα επιβαρυνθούν φορολογικά για οποιοδήποτε διαγραφόμενο ποσό, δεν ισχύει το ίδιο για τους υπόλοιπους πιστωτές. Κρίνουμε ότι η ΑΑΔΕ οφείλει να εκδώσει σε συνεργασία με την ΕΓΔΙΧ μία εμπεριστατωμένη εγκύκλιο η οποία θα εξηγεί τις συνέπειες από την ωφέλεια που προκύπτει λόγω διαγραφής ανάλογα με την κατηγορία του πιστωτή (ιδιώτης, τράπεζα, Δημόσιο).

  1. Εξασφάλισα ως οφειλέτης διαγραφή μέρους των οφειλών μου προς Ιδιώτες και Δημόσιο. Τι γίνεται αν δεν φανώ συνεπής;
Αν στη σύµβαση αναδιάρθρωσης προβλέπεται διαγραφή οφειλών προς το Δημόσιο, αυτή γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, µε κριτήριο το χρόνο καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων και όχι το χρόνο λήξης της νόμιμης προθεσµίας καταβολής αυτής, είτε η καταβολή γίνεται εφάπαξ είτε σε δόσεις. Η διαγραφή των οφειλών του προηγούμενου εδαφίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ολοσχερούς αποπληρωμής των ρυθμιζόμενων οφειλών προς κάθε πιστωτή και της µη ακύρωσης ή ανατροπής της σύµβασης αναδιάρθρωσης. Άρα, εφόσον δεν τηρηθεί ο διακανονισμός, τότε το διαγραφέν ποσό επανέρχεται ως οφειλή. Ποσά που καταβλήθηκαν σε εκτέλεση της σύµβασης αναδιάρθρωσης αφαιρούνται από τις απαιτήσεις που αναβίωσαν.

  1. Ως οφειλέτης, δεν έχω καταβάλει κατά το παρελθόν προς ασφαλιστικά ταμεία τις οφειλόμενες παρακρατούμενες εισφορές εργαζομένων. Μπορώ να ζητήσω τη διαγραφή μέρους αυτών;
Οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών κατανέμονται μεταξύ των εργαζόμενων και των εργοδοτών. Δεν επιτρέπεται η διαγραφή οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών εφόσον πρόκειται για κρατήσεις εργαζομένων. Αντίθετα, οι εργοδοτικές κρατήσεις των ασφαλιστικών εισφορών υπόκεινται σε διαγραφή. Σημειώνεται ότι σε κάθε περίπτωση είναι δυνατή η διαγραφή προσαυξήσεων-προστίμων και η επέκταση των καταβαλλόμενων δόσεων έως τις 120.

  1. Τι γίνεται με τις παραγεγραμμένες οφειλές; Συμπεριλαμβάνονται στην αίτηση;
Σύμφωνα με το άρθρο 250 του Αστικού Κώδικα: «Σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις: 1. των εμπόρων, των βιομηχάνων και των χειροτεχνών, για εμπορεύματα που χορήγησαν, για την εκτέλεση εργασιών και για την επιμέλεια υποθέσεων άλλων, καθώς και για τις δαπάνες που έκαναν 2. εκείνων που ασκούν κατ` επάγγελμα τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη δασοκομία, για τη χορήγηση των προϊόντων του επαγγέλματός τους 3. εκείνων που ασκούν τη μεταφορά γενικά προσώπων ή πραγμάτων, για κόμιστρα και για τα έξοδά τους…».
Στα 20 χρόνια παραγράφεται κάθε άλλη αξίωση εφόσον δεν εμπίπτει σε εξαίρεση όπως πιο πάνω οι εμπορικές απαιτήσεις (αρ.249 ΑΚ, π.χ. η αξίωση που πηγάζει από μια δικαστική απόφαση).
Άρα, κρίνεται ως επιβεβλημένη η συνολική επισκόπηση των εκκρεμοτήτων και των υποχρεώσεων των οφειλετών με κριτήριο την παραγραφή τους ή μη από ειδικό επιστημονικό συνεργάτη προτού υποβληθεί ο λεγόμενος πίνακας πιστωτών που συνοδεύει την αίτηση του ν.4469/2016. Ο νόμος δεν κάνει διάκριση σε παραγεγραμμένες και αμφισβητούμενες ή μη απαιτήσεις. Είναι χρήσιμο να γίνει κατανοητό πως όταν συμπεριλαμβάνεται στην αίτηση υποχρέωση προς πιστωτή η οποία ενδεχομένως έχει παραγραφεί, τότε η αναφορά αυτή μπορεί να θεωρηθεί και ως αναγνώριση χρέους, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση από το πουθενά με επιπλέον υποχρεώσεις.

  1. Εάν υπάρχουν συνοφειλέτες και εγγυητές, υποβάλλουν και αυτοί αίτηση μαζί με τον οφειλέτη;
Η έννοια του συνοφειλέτη και του εγγυητή ταυτίζεται για τους σκοπούς του νόμου 4469/2016. Συγκεκριμένα στο άρθρο 1 παρ.2γ αναφέρεται ότι: «Ως «συνοφειλέτης» νοείται κάθε πρόσωπο που ευθύνεται αλληλεγγύως εκ του νόµου ή δυνάµει δικαιοπραξίας για την εξόφληση μέρους ή του συνόλου των οφειλών του οφειλέτη. Στην έννοια του συνοφειλέτη περιλαµβάνεται και ο εγγυητής.»
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του ν.4469/2016 «Η αίτηση συνυποβάλλεται υποχρεωτικά και από τους συνοφειλέτες, αν υπάρχουν… Αν δεν συνυποβληθεί αίτηση από έναν ή περισσότερους συνοφειλέτες του οφειλέτη, για την έναρξη της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών απαιτείται συναίνεση του πιστωτή ή των πιστωτών µε την πλειοψηφία των απαιτήσεων για τις οποίες ευθύνονται οι εν λόγω συνοφειλέτες. Χωρίς τη συναίνεση αυτή, η πλειοψηφία των υπολοίπων πιστωτών διατηρεί µεν την ευχέρεια να αποφασίσει την έναρξη της διαδικασίας, στην περίπτωση όµως αυτή οι απαιτήσεις των µη συναινούντων πιστωτών για τις οποίες ευθύνονται οι εν λόγω συνοφειλέτες, δεν ρυθμίζονται από τη σύµβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
Η αίτηση δεν εξετάζεται, ακόμη και αν συναινέσουν οι πιστωτές, αν δεν συνυποβληθεί και από τους συνοφειλέτες που έχουν κατά την ηµεροµηνία υποβολής της την ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου οµόρρυθµης ή ετερόρρυθμης εταιρείας ή ευθύνονται από άλλη αιτία εις ολόκληρον και αλληλεγγύως για το σύνολο των οφειλών του οφειλέτη (βλέπε αλληλέγγυα ευθύνη του νόμου 4174/2013). Δεν απαιτείται συνυποβολή της αίτησης όταν συνοφειλέτης είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το Εθνικό Ταµείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε.), καθώς και οποιοσδήποτε άλλος φορέας του δημόσιου τομέα που έχει χορηγήσει εγγύηση για δάνεια οποιουδήποτε είδους. Στην περίπτωση αυτή η διαδικασία προχωρεί ως εάν ο συγκεκριμένος συνοφειλέτης είχε συνυποβάλει την αίτηση και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά.»
Άρα, αν κατά την ημερομηνία υποβολής υπάρχει συνοφειλέτης, και ο συνοφειλέτης δεν συνυποβάλει αντίστοιχα αίτηση, τότε η αίτηση του οφειλέτη δεν εξετάζεται. Αν η ιδιότητα του συνοφειλέτη έχει πάψει σε προγενέστερο χρόνο από την υποβολή της αίτησης, τότε ισχύουν τα αναφερόμενα στην πρώτη παράγραφο και εξαρτάται από τους πιστωτές αν θα προχωρήσει η διαδικασία.

  1. Ποιους από τους πιστωτές-δανειστές πρέπει ο οφειλέτης να συμπεριλάβει στην αίτησή του ώστε να ενημερωθούν για την επιθυμία της ρύθμισης των οφειλών του;
Ο νόμος 4469 στο άρθρο 5 παρ. 1β αναφέρει: «Η αίτηση του οφειλέτη περιέχει υποχρεωτικά τα εξής… β) κατάλογο όλων των πιστωτών του µε πλήρη στοιχεία (επωνυµία, διεύθυνση, Α.Φ.Μ., τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση), των οφειλομένων ποσών ανά πιστωτή και των συνοφειλετών που ευθύνονται έναντι κάθε πιστωτή…».
Ο νόμος κάνει ξεκάθαρο ότι όποιος αποφασίσει να υπαχθεί στην διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού, είναι υποχρεωμένος να αναφέρει το σύνολο των πιστωτών του, μηδενός εξαιρουμένου, ανεξάρτητα από το ύψος οφειλής του καθενός.
Κατά τη γνώμη μας, ο οφειλέτης, ειδικά στις περιπτώσεις που διατηρεί επαγγελματικές σχέσεις με πιστωτή του (π.χ. προμηθευτή) είναι σημαντικό να λαμβάνει υπόψη του τον κλονισμό εμπιστοσύνης που μπορεί μια τέτοια ενημέρωση να προκαλέσει στον πιστωτή όταν διαπιστώσει ότι πελάτης του έχει ανάγκη να προβεί σε διακανονισμό των οφειλών του. Στην περίπτωση αυτή, κρίνουμε πως μία ενημέρωση εκ των προτέρων του πιστωτή μαζί με μία παρουσίαση της μελέτης βιωσιμότητάς του να εξασφαλίσει μία θετική ανταπόκριση εκ μέρους του και να διατηρήσει υγιείς τις σχέσεις των μερών.

  1. Μπορούν οι εντασσόμενοι να κάνουν χρήση εισοδημάτων από άλλες πηγές (π.χ. μισθώματα, μερίσματα κλπ) για τα τελευταία 3 έτη ώστε να κριθούν επιλέξιμοι και βιώσιμοι με αποτέλεσμα να μπορέσουν να ενταχθούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό;
Το ποια πρόσωπα υπάγονται στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών του νόμου 4469/2016 ορίζεται από το άρθρο 2 του νόμου αυτού. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, ο νόμος εφαρμόζεται για: «…Κάθε φυσικό πρόσωπο µε πτωχευτική ικανότητα και κάθε νοµικό πρόσωπο το οποίο αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, σύµφωνα µε τα άρθρα 21 και 47 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α΄167) και έχει φορολογική κατοικία στην Ελλάδα μπορεί να υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών …».
Στη συνέχεια το άρθρο 3 παρ. 1 αναφέρει ως επιλέξιμο επιτηδευματία: «…Ο οφειλέτης που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστηµα, σύµφωνα µε την παρ. 12 του άρθρου 3 του ν. 4308/2014, κρίνεται επιλέξιμος για υπαγωγή στην εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών του παρόντος νόµου, εφόσον έχει θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων σε µία τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4….»
Παρατηρούμε δηλαδή πως ως κριτήριο τίθεται το καθαρό οικονομικό αποτέλεσμα κατόπιν αφαίρεσης φόρων, τόκων και αποσβέσεων, ζητήματα που σχετίζονται με τα επιχειρηματικά έσοδα (το αποτέλεσμα δηλαδή του Ε3). Με βάση την κατά γράμμα ερμηνεία του νόμου, προς το παρόν, δεν συνυπολογίζονται έσοδα επιτηδευματία από άλλες πηγές για να κρίνουν την επιλεξιμότητά του για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών.
Το ζήτημα αυτό κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε να απασχολήσει την ΕΓΔΙΧ και κατ’ επέκταση την ΑΑΔΕ. Άλλωστε στόχος του νομοθετήματος είναι η επέκτασή του και συμμετοχή όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού οφειλετών με σκοπό την εξυγίανση και βιωσιμότητα του μεγαλύτερου δυνατού τμήματος της οικονομίας μας. Εφόσον επιτηδευματίας μπορεί να εξυπηρετήσει διακανονισμό με βάση εισοδήματά του από άλλες πηγές (π.χ. μισθώματα ή άλλα μερίσματα) θεωρούμε ότι θα έπρεπε να του παρέχεται η δυνατότητα με βάση τα επιπλέον εισοδήματα αυτά να κριθεί η ένταξή του σε αυτόν τον μηχανισμό ρύθμισης.

  1. Η αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων (εγγραφή προσημείωσης, διενέργειας πλειστηριασμών κλπ.) στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών ν.4469/2016.
Ο οφειλέτης, ξεκινά να προστατεύεται από καταδιωκτικά μέτρα (πλειστηριασμούς, προσημειώσεις, κατασχέσεις) των πιστωτών εναντίον του, μετά την κατάθεση της αίτησης υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό, δηλαδή λαμβάνει χώρα η ανάληψη των καθηκόντων του Συντονιστή, διαπιστώνεται η πληρότητα της αίτησης και αποστέλλεται πρόσκληση προς τους πιστωτές από τον Συντονιστή για συμμετοχή στην διαδικασία οπότε και ξεκινά η προστασία (να σημειώσουμε εδώ πως ο νόμος δεν προβλέπει χρονικό διάστημα εντός του οποίου ο Συντονιστής πρέπει να έχει διαπιστώσει την πληρότητα της αίτησης. Προβλέπονται 5 εργάσιμες ημέρες εντός των οποίων ο οφειλέτης πρέπει να συμπληρώσει τυχόν ελλείποντα έγγραφα που θα ζητήσει ο Συντονιστής).
Με την αίτηση της επιχείρησης και εφόσον αυτή είναι πλήρης, αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του αιτούμενου οφειλέτη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η εξωδικαστική ρύθμιση, καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του αιτούμενου οφειλέτη, στα οποία περιλαμβάνεται και η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης. Η αυτοδίκαιη αυτή αναστολή διαρκεί 70 ημέρες και διακόπτεται μόνον όταν δεν διαπιστωθεί απαρτία συμμετεχόντων πιστωτών, δηλαδή αν δεν προθυμοποιηθεί να συμμετάσχει στη διαδικασία το 50,1% του συνόλου των πιστωτών της αιτούμενης επιχείρησης. Όποια πράξη εκτέλεσης γίνει εντός των 70 ημερών είναι άκυρη.
Η αναστολή εκτέλεσης μπορεί δε να παραταθεί για 4 επιπλέον μήνες με ειδική αίτηση της επιχείρησης στο δικαστήριο μετά την παρέλευση των 70 ημερών. Στην αίτηση για τη χορήγηση παράτασης οφείλει να συναινεί και το 50% των συμμετεχόντων πιστωτών.

  1. Η χρησιμότητα του εμπειρογνώμονα στην αξιολόγηση της πρότασης ρύθμισης του οφειλέτη
Ο εμπειρογνώμονας είναι το πρόσωπο το οποίο λόγω των ειδικών γνώσεών του μπορεί συντάσσοντας μία έκθεση να εκφέρει άποψη ή να προετοιμάσει σχέδιο για το ποιες ενέργειες πρέπει να γίνουν ώστε να είναι βιώσιμη η επιχείρηση ή για το αν το ύψος των απαιτήσεων που θεωρεί κάθε μέρος πως υφίστανται είναι το συγκεκριμένο ή κάποιο άλλο σε περίπτωση αμφισβήτησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 «Η εκπόνηση αξιολόγησης βιωσιμότητας του οφειλέτη που αποτελεί μικρή επιχείρηση μπορεί να ανατεθεί σε εμπειρογνώμονα, εφόσον υποβάλλεται σχετικό αίτημα από συμμετέχοντες πιστωτές, οι οποίοι είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των απαιτήσεων που συμμετέχουν στη διαδικασία (προαιρετικός διορισμός εμπειρογνώμονα)….»
Αντίθετα, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 «Η εκπόνηση αξιολόγησης βιωσιμότητας και του σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών του οφειλέτη που αποτελεί μεγάλη επιχείρηση ανατίθεται υποχρεωτικά σε εμπειρογνώμονα (υποχρεωτικός διορισμός εμπειρογνώμονα). Στον εμπειρογνώμονα μπορεί να ανατεθεί και η επαλήθευση απαιτήσεων, η ύπαρξη ή το ύψος των οποίων αμφισβητείται από τον οφειλέτη ή από συμμετέχοντες πιστωτές….».
Βλέπουμε ότι για τις μεγάλες επιχειρήσεις (κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης είχαν κύκλο εργασιών μεγαλύτερο από 2.500.000 ευρώ ή έχουν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης συνολικές υποχρεώσεις (ληξιπρόθεσμες ή µη) υψηλότερες από 2.000.000 ευρώ.) η χρήση εμπειρογνώμονα είναι υποχρεωτική.
Παρόλα αυτά, άποψή μας είναι ότι ακόμη και στις περιπτώσεις όπου η χρήση εμπειρογνώμονα είναι προαιρετική, καλό είναι να ορίζεται εμπειρογνώμονας. Η συμμετοχή και ο ορισμός εμπειρογνώμονα άλλωστε δεν είναι μόνο μία τυπική υποχρέωση εκ μέρους του οφειλέτη ή του πιστωτή. Ο εμπειρογνώμονας εκτός από την κατάρτιση μελετών βιωσιμότητας μπορεί να αποτελέσει και διαπραγματευτικό σύμμαχο στην ίδια τη διαδικασία στο πλευρό του επιχειρηματία.
Κλείνοντας θα πρέπει να γνωρίζουν τόσο οι οφειλέτες όσο και οι πιστωτές δύο από τις βασικότερες αρχές του νόμου με βάση τις οποίες προχωρά η διαδικασία και γίνονται δεκτές οι προτάσεις διακανονισμών:
  • Η οφειλέτρια επιχείρηση πρέπει να είναι βιώσιμη. Το Δημόσιο δε συναινεί σε περιπτώσεις που διαθέτει δική του μελέτη βιωσιμότητας, βάσει της οποίας το χρέος του οφειλέτη χαρακτηρίζεται ως μη βιώσιμο. Το ίδιο ισχύει και για τους ιδιώτες πιστωτές.
  • Οι ρυθμίσεις της σύµβασης δεν επιτρέπεται να φέρουν οποιονδήποτε πιστωτή σε χειρότερη οικονοµική θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
Άποψή μας είναι πως οι οφειλέτες που ενδιαφέρονται να ενταχθούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών πρέπει να ζυγίσουν σωστά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από μία ρύθμιση του νόμου 4469/2016. Κύριος λόγος αποτελεί το γεγονός ότι σε περίπτωση αποτυχίας διακανονισμού δεν του δίνεται δυνατότητα δεύτερης υποβολής. Ο μηχανισμός αυτός άνοιξε τις πύλες του στις 3 Αυγούστου του 2017 και υπάρχει δυνατότητα υποβολής αιτήσεων μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2018. Συνεπώς, υφίσταται επαρκές χρονικό διάστημα για κάθε οφειλέτη να προχωρήσει στις ορθότερες δυνατές ενέργειες προκειμένου η αίτησή του να είναι πλήρης. Μία σωστά δομημένη αίτηση υπαγωγής η οποία συνοδεύεται από επαρκές υποστηρικτικό υλικό εμπειρογνωμόνων και εκτιμητών αλλά και ένα επιστημονικό business plan έχει τις περισσότερες πιθανότητες να τύχει αποδοχής εκ μέρους των πιστωτών και να μην απορριφθεί.

Του Γιώργου Δαλιάνη ιδρυτή του Ομίλου Artion Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός και του Φίλιππου Ζήρα συνεργάτη δικηγόρος-διαμεσολαβητής της Artion και Συντονιστής του νόμου 4469/2017 για την Εξωδικαστική Ρύθμιση Οφειλών Επιχειρήσεων.
image_print