Ανάβοντας πράσινο φως για σημαντικές ανακατατάξεις σε φορολογικούς ελέγχους και κυρώσεις, το ΣτΕ ανέτρεψε απόφαση διοικητικού Εφετείου και ακύρωσε καταλογισμό της Εφορίας εναντίον ελεύθερου επαγγελματία με 750.000 ευρώ για επιπλέον φόρο και προσαύξηση ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης διότι θεώρησε ότι υπέβαλε ανακριβή δήλωση μη δικαιολογώντας ως εισόδημα του 2010 το έμβασμα που απέστειλε τότε στο εξωτερικό (περίπου 900.000 ευρώ) σε δύο δόσεις.
Φρένο στην πρακτική των φορολογικών αρχών να επιβαρύνουν αυτόματα με υψηλούς φόρους τις μεταφορές χρημάτων από τον έναν τραπεζικό λογαριασμό σε άλλον του ίδιου καταθέτη (π.χ. μέσω εμβασμάτων στο εξωτερικό) οπότε θεωρούν ότι δεν δικαιολογείται τέτοιο εισόδημα, βάζει το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Από μόνη της μια τέτοια μεταφορά κεφαλαίων δεν μπορεί να αποτελεί -κατά το ΣτΕ- «προσαύξηση περιουσίας από άγνωστη αιτία ή πηγή», όπως συνήθως δέχεται η Εφορία ώστε να δικαιολογείται η φορολόγησή της και ο καταλογισμός επιπλέον επιβαρύνσεων λόγω ανακριβούς δήλωσης, μειωμένης καταβολής ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, κ.λπ.
Μάλιστα προκειμένου να κριθεί εαν μπορεί ή όχι να επιβληθεί φόρος για ένα τέτοιο έμβασμα, η Εφορία οφείλει να λαμβάνει υπόψη τον χρόνο κατά τον οποίο αποκτήθηκε το σχετικό εισόδημα (δηλαδή πότε μπήκε στον λογαριασμό ή στην περιουσία του φορολογουμένου ολόκληρο ή κατά τμήματα) και όχι τον χρόνο αποστολής του εμβάσματος.
Αξιοποιώντας τη νομολογία που χάραξε σε «πιλοτική» φορολογική δίκη, το ΣτΕ μπλόκαρε την αυτόματη φορολόγηση των εμβασμάτων ως «προσαύξηση περιουσίας» επιτρέποντας στις δύο πλευρές (εφορία και φορολογούμενο) να αποδείξουν πότε αποκτήθηκε το εισόδημα και αν έχει φορολογηθεί ώστε να αποτραπεί τυχόν νέα επιβάρυνση.
Κατά το ΣτΕ, η αυτόματη φορολόγηση της μεταφοράς χρημάτων σε άλλο λογαριασμό του ίδιου προσώπου δεν μπορεί να οδηγεί σε αυτόματο καταλογισμό επιπλέον φόρων.
Το ΣτΕ δέχθηκε ότι στην προσπάθεια αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής οι φορολογικές αρχές καλούν νόμιμα τον ελεγχόμενο να δώσει πληροφορίες και διευκρινήσεις για σημαντικά ποσά, καθώς ο ίδιος προφανώς γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αληθινή αιτία ή την πηγή εισαγωγής μεγάλων ποσών στην περιουσία του.
Παράλληλα έκρινε ότι ο ελεγχόμενος οφείλει να ανταποκριθεί στην κλήση αυτή χορηγώντας τα αναγκαία στοιχεία, ενώ μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να αντιταχθεί στις εξηγήσεις, αλλά η άρνηση του αυτή ή η παράλειψη-μπορούν να συνεκτιμηθούν από την Εφορία και το δικαστήριο προς συναγωγή συμπερασμάτων για την ανακρίβεια της δήλωσής του.
πηγή: www.ethnos.gr