ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 14:22
Της Δήμητρας Καδδά
"Η Ελλάδα έχει παγιδευτεί σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό ''σπιράλ'', τόσο λόγω του υψηλού και δυσβάστακτου χρέους (που επηρεάζει βασικούς αναπτυξιακούς συντελεστές), όσο και λόγω της αβεβαιότητας που κυριαρχεί (ως απόρροια της κρίσης χρέους), αλλά και του χαμηλού επιπέδου των θεσμών της χώρας (που είναι υψίστης σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη)", αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, σε έκθεση που εκπόνησε, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, με τίτλο "Η παγίδα του χρέους". Η εκπόνηση της έκθεσης πραγματοποιήθηκε από τα στελέχη του Γραφείου Ορέστη Βάθη και Δήμητρα Μήτση. Εξετάζει τις επιπτώσεις του χρέους στην ανάπτυξη για την περίπτωση της Ελλάδας, αναφέρει το Γραφείο.
Απευθύνει έκκληση για  άμεση ανάγκη αναδιάρθρωσης χρέους, αλλά και για βαθιές μεταρρυθμίσεις, καθώς διαφορετικά λέει ότι θα υπάρχει αδιέξοδο. Απευθύνει και προειδοποίηση για το ενδεχόμενο νέας ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών, αν δεν γίνουν παρεμβάσεις στο χρέος, και καταγράφει πλήγμα 3% στην αύξηση του κατά κεφαλήν  ΑΕΠ, κάθε χρόνο, λόγω του υψηλού χρέους.
Για το τι πρέπει να γίνει, επισημαίνει ότι "μια σοβαρή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι απαραίτητη για να επανέλθει η χώρα σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης". Κάνει σαφές ότι η διεθνής εμπειρία αναδεικνύει  πως η αναδιάρθρωση του υπερβολικού χρέους μιας χώρας καθίσταται επιτακτική όταν πλέον είναι φανερό ότι η εξυπηρέτησή του δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής  ή της αναμενόμενης ανάπτυξης, ενώ και η παροχή ρευστότητας (μέσω νέων δανείων) δεν είναι αποτελεσματική λύση σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Επισημαίνει, επίσης, ότι η αναβολή ή η καθυστέρηση της αναγνώρισης της αναδιάρθρωσης ως μέρος της λύσης στο χρέος, μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερες καταστάσεις, όπως ακριβώς έχει συμβεί από το 2010 και ένθεν στην Ελλάδα". Από την άλλη πλευρά, επισημαίνεται ότι "όταν το χρέος είναι υπερβολικό και δυσβάστακτο, στο βαθμό που κάθε "κέρδος" που προ- κύπτει από τις μεταρρυθμίσεις (πχ. την αυξημένη φορολογία κα) ή τις επενδύσεις κατευθύνεται για την εξυπηρέτησή του χρέους (αντί να την καρπώνονται οι πολίτες της χώρας), τότε αυτό από μόνο του αποτελεί αντικίνητρο για τη χώρα για να υλοποιηθούν τα βήματα αυτά"
Στην έκθεση αναφέρεται ότι "σύμφωνα με τη λογική των πολιτικών (Μνημόνια) που εφαρμόστηκαν από το 2010 και μετά, η ελληνική οικονομία θα ανέκαμπτε μέσω της αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητάς της". "Στην ουσία, σχεδιαζόταν μια ριζική αναδιάρθρωση της οικονομικής - παραγωγικής δομής της χώρας, η οποία θα στηριζόταν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και στις επενδύσεις. Αν και στην αρχή του προγράμματος προβλεπόταν μια μικρή συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, μέσω των αλλαγών θα δημιουργείτο ένα περιβάλλον που θα προσέλκυε επενδύσεις και σταδιακά η οικονομία θα μετασχηματιζόταν, μπαίνοντας σε τροχιά μακροχρόνιας ανάπτυξης. Στην πράξη όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά: ενώ η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα και παρά το "κούρεμα" του PSI το 2012, η χώρα διανύει ήδη τον 7ο χρόνο ύφεσης, το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά περίπου 25%, το χρέος έχει εκτιναχθεί στο 175% του ΑΕΠ ενώ η ανεργία είναι σε υψηλότατα επίπεδα. Την ίδια στιγμή, οι επενδύσεις - που είναι άκρως απαραίτητες για την εγκαθίδρυση ενός νέου οικονομικού-παραγωγικού μοντέλου - έχουν μειωθεί σημαντικά, ενώ και η πρόσβαση των επιχειρήσεων σε κεφάλαια είναι ιδιαιτέρως προβληματική. Η ζοφερή αυτή κατάσταση αυξάνει και την αβεβαιότητα (σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο), δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο", αναφέρεται.
Αδιέξοδο
Επισημαίνεται ότι το χρέος επηρεάζει αρνητικά "τη διάθεση για ενστερνισμό του προγράμματος προσαρμογής από ηγεσίες και πολίτες. Χωρίς αμφιβολία, η παρούσα κατάσταση (της συνεχούς ανατροφοδότησης των δανείων με νέα δάνεια) οδηγεί σε αδιέξοδο, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για τους δανειστές".
Αναφέρεται στην καμπύλη Laffer (αναμενόμενη αξία χρέους προς ονομαστική αξία χρέους) όπου όταν μία χώρα βρίσκεται πλέον στην "κακή πλευρά" της καμπύλης, τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να αποπληρωθεί το χρέος, και επομένως, μία σοβαρή ελάφρυνση του χρέους είναι προς όφελος τόσο των δανειστών όσο και της λήπτριας χώρας.
"Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα, που στην ουσία έχει αποκλειστεί από τις αγορές χρήματος, διατρέχει τον κίνδυνο να μπει σε μία διαρκή κατάσταση "μη ανοχής" (debt intolerance) από τους επενδυτές αναφορικά με το χρέος της, ενώ θα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωτερικά γεγονότα (shock) που μπορούν πολύ εύκολα να επηρεάσουν την εύθραυστη οικονομίας της. Καταστάσεις που αν δεν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, μπορούν να έχουν συνέπειες σε ευρύτερο πλαίσιο (π.χ. να συμπαρασύρουν κι άλλες χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικά προβλήματα). Στη βάση λοιπόν ενός οικονομικού ορθολογισμού, αυτό που πρέπει να αναζητηθεί είναι μια "βέλτιση" λύση κατά Pareto", αναφέρεται.
Και επισημαίνει ότι "στην πράξη αυτό σημαίνει μια αναδιάρθρωση του χρέους μετά την οποία η Ελλάδα θα μπορεί να εξυπηρετεί το υπόλοιπο χρέος της (μέσω των αγορών), έχοντας πλέον αποτρέψει μία ενδεχόμενη χρεοκοπία, ενώ και οι δανειστές θα απεμπλακούν από το υπάρχον ατέρμονο "γαϊτανάκι" αλληλοτροφοδότησης των δανείων".
Αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις
 
"Από την άλλη πλευρά, μία αναδιάρθρωση χρέους per se, χωρίς βαθιές τομές δεν θα βοηθήσει. Σε μερικά χρόνια η Ελλάδα θα βρίσκεται πάλι στην κόψη του ξυραφιού. Επομένως, η Ελλάδα πρέπει απαραιτήτως να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως στη δικαιοσύνη, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, στην καλύτερη λειτουργία των μηχανισμών του κράτους και στην διακυβέρνηση. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιστεί ότι δεν θα ξαναφτάσει σε καταστάσεις χρεοκοπίας και αναξιοπιστίας", επισημαίνεται.
Αναφέρεται στη μελέτη των Reinhart et al. που εισήγαγαν την έννοια της "μη ανοχής" του χρέους (debt intolerance) των χωρών από μέρους των επενδυτών, δηλαδή την πρόθεσή τους να μην δανείζουν τις χώρες (ή, από την άλλη μεριά, να τους δανείζουν με υπερβολικά υψηλά επιτόκια, που στην ουσία δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν) όταν ξεπερνούν ένα συγκεκριμένο ύψος χρέους, που για χώρες με ιστορικό χρεοκοπιών (καθώς και με τα χαρακτηριστικά που αυτές έχουν, για παράδειγμα το επίπεδο των θεσμών, ο όγκος των εξαγωγών κτλ) μπορεί να είναι ιδιαίτερα χαμηλά (μπορεί να φτάσουν μέχρι και το 15%-20% του ΑΕΠ). 
Πλήγμα 3% στην αύξηση του κ.κ. ΑΕΠ κάθε χρόνο από το χρέος
Με βάση τα υποδείγματα που "τρέχει" για τα αποτελέσματα μεταξύ χρέους και ανάπτυξης, υπάρχει αρνητική στατιστικά σημαντική σχέση. Υπολογίζεται ότι για την Ελλάδα το υψηλό χρέος μειώνει τον ρυθμό ανάπτυξης του κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 3% (σε ετήσια βάση). Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το πρωτογενές πλεόνασμα φαίνεται να επιδρά θετικά στην ανάπτυξη. Πιο συγκεκριμένα αν το πρωτογενές πλεόνασμα αυξηθεί κατά 1%, ο ρυθμός ανάπτυξης του κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 0,32%.
Ακόμα, θετικά στατιστικά σημαντική σχέση (στις περισσότερες περιπτώσεις) παρουσιάζει τόσο ο συνολικός βαθμός παραγωγικότητας (TFP) όσο και η συμμετοχή σε νομισματική ένωση. Τέλος, αναφορικά με το επίπεδο των θεσμών, στατιστικά σημαντική εμφανίζεται η κατηγορία "Συμμετοχή και Λογοδοσία".
Για την Ελλάδα, τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν, σύμφωνα με τη μελέτη, ότι αποδεικνύεται εμπειρικά πως πραγματικά το δυσβάστακτο χρέος αποτελεί ένα τεράστιο "βαρίδι" για την ελληνική οικονομία, καθιστώντας μια σοβαρή ελάφρυνση απαραίτητη. Από την άλλη μεριά, αναδεικνύεται η σημαντικότητα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, κάτι που υπογραμμίζει την αναγκαιότητα να γίνουν ουσιαστικά βήματα σε διάφορους τομείς (πχ. παραγωγικότητα, λειτουργία του κράτους, θεσμοί), ώστε να μπουν οι βάσεις για την οικονομική ανάπτυξη.
Η ανάπτυξη ζητούμενο - Το χρέος κάνει "κακό" στις επενδύσεις
 
Πέρα από τη διερεύνηση της συσχέτισης χρέους - ανάπτυξης, η εμπειρική ανάλυση στη μελέτη αναζητά και τα "κανάλια", μέσω των οποίων το χρέος επηρεάζει την ανάπτυξη. "Σύμφωνα με διάφορους ερευνητές τα βασικά "κανάλια" είναι η μείωση της συσσώρευσης κεφαλαίου-επενδύσεων, των αποταμιεύσεων και της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι το πώς κινήθηκαν οι δείκτες αυτοί κατά τα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα".
Προκύπτει ότι στην Ελλάδα το χρέος και η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παρουσιάζουν αρνητική συσχέτιση, όπως επίσης συμβαίνει και με τις επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές)και την αποταμίευση. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι παράγοντες αυτοί καταγράφουν μεγάλη πτώση: οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 50% περίπου μεταξύ 2009-2014, ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις κατά 70% περίπου (από € 49 δισ. το 2007 σε € 14 δισ. το 2014). Αναφορικά με τις επενδύσεις, τα στοιχεία δείχνουν ότι επιβεβαιώνεται η υπόθεση της επίδρασης του υπερβολικού χρέους στις επενδύσεις.  Αντίστοιχα, η αποταμίευση (ετήσια) μειώθηκε περίπου στο μισό, ενώ και η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) κινήθηκε έντονα πτωτικά. Η παραγωγικότητα –η σημαντικότητα της οποίας προκύπτει και από τα αποτελέσματα της παρούσας εμπειρικής μελέτης– επηρεάστηκε, μεταξύ άλλων, τόσο από τη μείωση των επενδύσεων όσο και από την αδυναμία ολοκλήρωσης των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών, υπηρεσιών αλλά και στη δομή και λειτουργία του κράτους.
"Ως αποτέλεσμα, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μειώνεται, κάτι που επηρεάζει αρνητικά τις εξαγωγές και κατ’ επέκταση την ανάκαμψή της. Στο ίδιο πλαίσιο, οι φόροι, που λειτουργούν στρεβλωτικά για τις αποταμιεύσεις- επενδύσεις, έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα", επισημαίνεται.
Τραπεζική κρίση
"Επιπρόσθετα, μία σοβαρή κρίση χρέους μπορεί να προκαλέσει βαθιά τραπεζική κρίση, δεδομένου ότι όταν οι τράπεζες κατέχουν μεγάλο μέρος του χρέους μια χώρας (το οποίο πλέον δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί), η μείωση της αξίας του - καθώς και μια πιθανή αναδιάρθρωσή του - θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στο ενεργητικό των τραπεζών, καθιστώντας την στήριξή τους (πχ. μέσω ανακεφαλαιοποίησης) απαραίτητη", αναφέρεται.
Εξηγεί ότι "οι εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι τραπεζικές κρίσεις, που συνδέονται με το γενικότερο μακροοικονομικό κλίμα, μπορούν να έχουν ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη. Γίνεται αναφορά στους Padoan et al. που  βρίσκουν ότι μία τραπεζική κρίση μπορεί να μειώσει τον ρυθμό ανάπτυξης (τον επόμενο χρόνο από τον οποίο εκδηλώθηκε η κρίση) κατά 1,8%, ενώ αν η τραπεζική κρίση συνεχιστεί, ο ετήσιος αρνητικός αντίκτυπος φτάνει περίπου το 2,1% (μέσος όρος 5ετίας). Στην Ελλάδα, η τραπεζική κρίση ξεκίνησε το 2008 (ως απόρροια της κατάρρευσης της Lehman Brothers) και στη συνέχεια γιγαντώθηκε με την κρίση χρέους της χώρας. Κατά το διάστημα αυτό, οι ελληνικές τράπεζες –που κατέγραψαν απώλειες € 38 δισ. μόνο λόγω του PSI το 201234– έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί 3 φορές (2013, 2014, 2015, πέρα από το πακέτο ενίσχυσης που είχε δοθεί το 2009). Κατά την περίοδο της κρίσης, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έφθασαν τα € 108,6 δισ., ενώ οι καταθέσεις μειώθηκαν δραματικά. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό τους από τις διεθνείς διατραπεζικές αγορές και την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων δεν επέτρεψαν στις τράπεζες να γίνουν μοχλός ανάπτυξης, χρηματοδοτώντας επιχειρήσεις και αναπτυξιακά σχέδια, κάτι που ασφαλώς έχει αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη της χώρας. Στην ουσία, τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές τράπεζες έχουν μεταμορφωθεί στον φοροεισπρακτικό βραχίονα του κράτους. Την ίδια στιγμή, οι ευρωπαϊκές τράπεζες συμμετέχουν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τροφοδοτώντας με φθηνό χρήμα τις αγορές και τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να διογκώνεται το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας".
Αδυναμία για αναπτυξιακή πολιτική
Σημειώνεται, επίσης, ότι "λόγω του χρέους η χώρα μπορεί να χάσει τη δυνατότητα να ασκεί αντικυκλική πολιτική, κάτι που θα μπορούσε να απαλύνει μερικώς τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης.  Η περίπτωση της Ελλάδας εντάσσεται ακριβώς σε αυτή την κατάσταση: τα χρόνια της κρίσης έχει εφαρμοσθεί μια ιδιαίτερα σφικτή δημοσιονομική πολιτική (προκυκλική), ενώ και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων περιορίσθηκε σημαντικά. Από την άλλη μεριά, το χρηματοδοτικό κενό αυτό δεν καλύφθηκε είτε από ευρωπαϊκά προγράμματα (π.χ. το ΕΣΠΑ), τα οποία για μεγάλο διάστημα είχαν παγώσει, μιας και η Ελλάδα δεν μπορούσε να χρηματοδοτήσει το εθνικό σκέλος ή από ιδιωτικές (εγχώριες ή ξένες) επενδύσεις".