Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
Λογιστής – Φοροτέχνης
Σύμφωνα με τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648-« Έννοια. Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει, για ορισμένο ή για αόριστο χρόνο , την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλλει τι συμφωνημένο μισθό. Σύμβαση εργασίας υπάρχει και όταν ο μισθός υπολογίζεται κατά της παρεχόμενης εργασίας ή κατ΄ αποκοπήν αρκεί ο εργαζόμενος να προσλαμβάνεται ή να απασχολείται για ορισμένο χρόνο ή για αόριστο χρόνο»  και 669- «Αν η εργασία κατά τις συνηθισμένες περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, λογίζεται πως έχει σιωπηρά συμφωνηθεί μισθός.» του  Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Α.Π. 18/2013 (Τμ. Β1 Πολ.)
Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Α.Π. 18/2013 (Τμ. Β1 Πολ.)
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 8  του Ν.2112/1920  όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (Ν.4558/1920, άρθρο 11 Α.Ν.547/1937 ), «Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλήν αν είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον. Το αυτό ισχύει και περί εθίμου. Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ΄ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου.»  και
«Η αληθής έννοια της προηγουμένης παραγράφου είναι, ότι οιαδήποτε σύμβασις, συναπτομένη προ ή μετά την λύσιν της μισθώσεως εργασίας, είναι αυτοδικαίως άκυρος, πλην αν αύτη περιέχη αναγνώρισιν ή εξόφλησιν ειδικώς των εκ του νόμου τούτου αξιώσεων του υπαλλήλου ή είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον». Α.Π. 18/2013 (Τμ. Β1 Πολ.)
Σύμφωνα με  τα ανωτέρω  είναι άκυρη η μετατροπή σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου σε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς προηγουμένως να καταγγελθεί η σύμβαση αορίστου χρόνου και να καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση καταγγελίας.
ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN.GR