Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΕΓΧΟΥΣ «ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ» Από κόσκινο καταθέσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία - Φόρος-φωτιά 33% για τα αδήλωτα εισοδήματα

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΕΓΧΟΥΣ «ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ»

Από κόσκινο καταθέσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία - Φόρος-φωτιά 33% για τα αδήλωτα εισοδήματα

Από κόσκινο καταθέσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία - Φόρος-φωτιά 33% για τα αδήλωτα εισοδήματα

 Της Μαρίας Βουργάνα
Αντιμέτωποι με την επιβολή φόρου 33% βρίσκονται οι φορολογούμενοι που υπόκεινται σε έλεγχο του Πόθεν Εσχες και αδυνατούν να δικαιολογήσουν την προέλευση των χρημάτων για την απόκτηση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου.
Ειδικότερα κάθε προσαύξηση περιουσίας που διαπιστώνεται από τους φοροελεγκτές ότι έχει προέλθει από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία, θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογείται με συντελεστή 33%.
Βέβαια, ο φορολογούμενος, έχει τη δυνατότητα να αποδείξει την πραγματική πηγή ή την αιτία προέλευσης ή ότι η εν λόγω προσαύξηση φορολογήθηκε ή απαλλάχθηκε νόμιμα προσκομίζοντας νόμιμα δικαιολογητικά και έγγραφα. Εάν οι αποδείξεις δεν είναι ικανοποιητικές, η οποιαδήποτε προσαύξηση της περιουσίας χαρακτηρίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα με 33% από το πρώτο ευρώ της αξίας της.
Ωστόσο κατά τους ελέγχους πόθεν έσχες που διενεργούν οι εφορίες έχουν ανακύψει σημαντικά προβλήματα τα οποία εντοπίζονται κυρίως κατά τον έλεγχο των τραπεζικών καταθέσεων. Πολλοί οι οποίοι ελέγχθηκαν για προσαύξηση περιουσίας βρέθηκαν «χρεωμένοι» με πρόσθετο εισόδημα καθώς οι ελεγκτές θεωρούσαν κάθε κατάθεση ποσού σε λογαριασμό τους ως νέο εισόδημα, παρά το γεγονός ότι πολλά από αυτά τα ποσά είχαν προηγουμένως αναληφθεί από άλλους λογαριασμούς των ίδιων των ελεγχόμενων.
Τα προβλήματα αυτά επιχειρεί να λύσει με εγκύκλιο της η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων η οποία δίνει αναλυτικές εντολές στους φοροελεγκτές για το πότε θα θεωρείται αδικαιολόγητη η προσαύξηση περιουσίας ενός φορολογούμενου κατά τον έλεγχο του Πόθεν Έσχες.
Ειδικότερα διευκρινίζεται ότι κατά τον έλεγχο τραπεζικών καταθέσεων θα πρέπει να εντοπίζονται οι «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή αυτές που πραγματικά συνιστούν εντοπισμό πραγματικού εισοδήματος και δεν αποτελούν επανακατάθεση ποσών που έχουν αναληφθεί από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς του φορολογούμενου ο οποίος έχει μπει στο ελεγκτικό στόχαστρο. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων».
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην εγκύκλιο του αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων Ι. Μπάκα:
1. Η προσαύξηση της περιουσίας αφορά κινητή ή ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής, όπως οικόπεδα, σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη, αεροσκάφη, τραπεζικές καταθέσεις και πάσης φύσεως χρεόγραφα, (μετοχές, τοκομερίδια, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια κλπ.), η οποία δεν δικαιολογείται από τα εισοδήματα που δηλώνει ο φορολογούμενος. Η μεταβολή της σύνθεσης ή της διατήρησης της περιουσίας δεν σημαίνει απαραίτητα και την προσαύξησή της.
2. Ο φορολογούμενος πρέπει να προσκομίζει τα νόμιμα δικαιολογητικά για την δικαιολόγηση προσαύξησης περιουσίας μέσω διάθεσης περιουσιακών στοιχείων ή μέσω απόκτησης εισοδημάτων που στο παρελθόν δεν υπήρχε η υποχρέωση της αναγραφής τους στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, είτε γιατί ήταν αφορολόγητα είτε γιατί φορολογούνταν με ειδικό τρόπο (πχ. τόκοι, πώληση εισηγμένων μετοχών).
3. Στις περιπτώσεις που η προσαύξηση περιουσίας προέρχεται από δωρεά, δανειοδότηση, γονική παροχή, κληρονομιά κλπ, πρέπει να ελέγχεται αν υπήρχε η δυνατότητα από τον δωρητή, τον δανειοδότη, τον παρέχοντα, τον κληρονομούμενο, να καταβάλλει ποσά που επικαλείται ο φορολογούμενος, καθώς και αν έχουν καταλογιστεί τα ποσά που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις (π.χ. τέλη χαρτοσήμου , φόρος γονικής παροχής, φόρος δωρεάς κ.λπ.).
Ελεγχος στις τραπεζικές καταθέσεις
Η προσαύξηση της περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, καθόσον αναλήψεις και καταθέσεις μπορεί να αφορούν συναλλαγές-κινήσεις που δεν συνιστούν κατ' ανάγκη φορολογητέο εισόδημα. Μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα.
Δηλαδή το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό.
Σ' αυτήν την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι, οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.Επιπλέον ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: