Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

ΣτΕ 1187/2015 Τα περιοριστικά μέτρα που προέβλεπε το άρθρο 14 του ν.2523/1997, ήτοι η αναστολή έναντι του Δημοσίου του απόρρητου των καταθέσεων, των λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των πάσης φύσεως επενδυτικών λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων του φορολογούμενου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και η δέσμευση του πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών, λαμβάνονται σε βάρος των υπευθύνων (άρθρο 20 του ν.2523/1997) εφόσον έφεραν τις αντίστοιχες ιδιότητες είτε κατά το χρόνο που τελείται η παράβαση του ΚΒΣ είτε, προκειμένου περί φοροδιαφυγής, κατά το χρόνο που γεννάται η αντίστοιχη φορολογική υποχρέωση

ΣτΕ 1187/2015
Τα περιοριστικά μέτρα που προέβλεπε το άρθρο 14 του ν.2523/1997, ήτοι η αναστολή έναντι του Δημοσίου του απόρρητου των καταθέσεων, των λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των πάσης φύσεως επενδυτικών λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων του φορολογούμενου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και η δέσμευση του πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών, λαμβάνονται σε βάρος των υπευθύνων (άρθρο 20 του ν.2523/1997) εφόσον έφεραν τις αντίστοιχες ιδιότητες είτε κατά το χρόνο που τελείται η παράβαση του ΚΒΣ είτε, προκειμένου περί φοροδιαφυγής, κατά το χρόνο που γεννάται η αντίστοιχη φορολογική υποχρέωση

Περίληψη
Τα περιοριστικά μέτρα που προέβλεπε το άρθρο 14 του ν.2523/1997 ήτοι η αναστολή έναντι του Δημοσίου του απόρρητου   των καταθέσεων, των  λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των πάσης φύσεως επενδυτικών λογαριασμών, των  συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου  των θυρίδων του φορολογούμενου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και η δέσμευση του   πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών, λαμβάνονται σε βάρος των υπευθύνων (άρθρο 20 του ν.2523/1997) εφόσον έφεραν τις αντίστοιχες ιδιότητες είτε κατά το  χρόνο που τελείται η παράβαση του ΚΒΣ είτε, προκειμένου περί φοροδιαφυγής, κατά το χρόνο που  γεννάται η αντίστοιχη φορολογική υποχρέωση.

ΣτΕ  1187/2015

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Φεβρουαρίου 2015 με την εξής σύνθεση: Ε.  Γαλανού, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε  κώλυμα, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Γ. Φλίγγου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α.  Ζυγουρίτσα.

 Για να δικάσει την από 24 Σεπτεμβρίου 2012 αίτηση:

του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τη Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού  Συμβουλίου του Κράτους,

κατά της .......... , κατοίκου Αθηνών (οδός ....... αρ. ..), η οποία παρέστη με το δικηγόρο  Ιωάννη Πορτοκάλη (Α.Μ. 23655), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο Υπουργός επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 748/2012 απόφαση του  Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Β. Μόσχου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ανέπτυξε και προφορικά  τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο  της αναιρεσίβλητης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή  παραβόλου ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 748/2012 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου  Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμ. 2897/2009 απόφασης  του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση κατ’ αποδοχήν  προσφυγής της αναιρεσίβλητης ακυρώθηκαν ι) η σιωπηρή απόρριψη αίτησής της για την άρση των  ληφθέντων σε βάρος της, ως εντεταλμένης συμβούλου της εταιρείας .................. διασφαλιστικών των  συμφερόντων του Δημοσίου μέτρων, του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, καθώς και ιι) η υπ’ αριθμ.  1100485/14001/ΔΕ-Γ/8.4.2004 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, με την οποία  απορρίφθηκε και ρητώς η ως άνω αίτησή της. Tα μέτρα αυτά είχαν ληφθεί σε βάρος της με την υπ’  αριθμ. 1057104/12107/ΔΕ-Γ/28-8-2003 πράξη του Προϊσταμένου του Τμήματος Ποινών της  Διεύθυνσης Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

2. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α 213), αντικαταστάθηκε η παράγραφος  3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον  όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο  εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει  αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή  άλλου ανωτάτου δικαστηρίου, είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου».
Κατά την  έννοια, ειδικότερα, των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, η  οποία δεν έχει χρηματικό περιεχόμενο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού  απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που θα  διατυπώνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται  συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, επί του οποίου, είτε δεν  υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις της  αναιρεσιβαλλομένης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του  Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, σε ανέκκλητη  απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού  τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. ΣτΕ 4163/2012  7μ. κ.ά.).

3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση τίθεται το ζήτημα εάν για την επιβολή των διασφαλιστικών  μέτρων του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 σε βάρος των προσώπων που θεωρούνται στα νομικά  πρόσωπα ως αυτουργοί φοροδιαφυγής αρκεί το γεγονός ότι αυτοί είχαν μια από τις ιδιότητες των  παρ. 1-4 του άρθρου 20 ν. 2523/1997 σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο από τη γένεση της  υποχρέωσης προς απόδοση στο Δημόσιο των παρακρατούμενων φόρων μέχρι το χρόνο λήψης  των μέτρων, ανεξαρτήτως εάν είχαν την ιδιότητα αυτή κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος.  Προς θεμελίωση δε του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης προβάλλεται ότι δεν υφίσταται  νομολογία επί του ως άνω τεθέντος ζητήματος. Λαμβανομένου υπόψη ότι, πράγματι, δεν  υφίσταται νομολογία επί του ζητήματος αυτού ο λόγος περί θεμελίωσης του παραδεκτού  προβάλλεται βασίμως.

4. Επειδή, ο ν. 2523/1997 «Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία κ.ά.  διατάξεις» (ΦΕΚ Α 179) όριζε, κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της πράξης με την οποία λήφθηκαν  τα ένδικα μέτρα, στο άρθρο 14 υπό τον τίτλο «Διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε  περίπτωση φοροδιαφυγής», ότι «1. Κάθε φορά που η φορολογική αρχή διαπιστώνει φορολογικές  παραβάσεις, από τις οποίες βάσει ειδικής έκθεσης ελέγχου, προκύπτει ότι δεν έχει αποδοθεί  συνολικά στο Δημόσιο ποσό πάνω από πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές από Φ.Π.Α.,  Φ.Κ.Ε., παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές, απαγορεύεται στις  αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να χορηγούν βεβαιώσεις ή  πιστοποιητικά που απαιτούνται κατά τις κείμενες διατάξεις και ζητούνται από τον παραβάτη, για  την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων. Στην  περίπτωση αυτή αναστέλλεται έναντι του Δημοσίου και το απόρρητο των καταθέσεων, των  λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των πάσης φύσεως επενδυτικών λογαριασμών, των  συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου  των θυρίδων του φορολογούμενου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και δεσμεύεται το  πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών. Το παραπάνω ποσό μπορεί να αυξομειώνεται με αποφάσεις του  Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδονται το βραδύτερο μέχρι 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους. Οι  κυρώσεις αυτής της παραγράφου επιβάλλονται και στους φορολογούμενους στους οποίους έχουν  επιβληθεί τα πρόστιμα των τρίτου και τέταρτου εδαφίων της παρ. 1 του άρθρου Επίσης οι ίδιες  κυρώσεις επιβάλλονται και στους παραβάτες λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων,  έκδοσης εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων και νόθευσης τέτοιων στοιχείων, εφόσον  η αξία των συναλλαγών που αναγράφονται σε αυτά, αθροιστικά λαμβανόμενη κατά το χρόνο  διαπίστωσης των παραβάσεων, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Για τον προσδιορισμό του  ορίου του προηγούμενου εδαφίου από παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι 31-12-2001 τα ποσά  που εμφανίζονται στα πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία σε δραχμές  μετατρέπονται σε ευρώ με βάση την ισοτιμία δραχμής και ευρώ στρογγυλοποιούμενα στην  πλησιέστερη προς τα κάτω μονάδα. (τα τελευταία δυο εδάφια προστέθηκαν με την παρ. 6 του  άρθρου 16 του ν. 2992/2002, ΦΕΚ Α 54/20-3-2002).
Τα παραπάνω μέτρα λαμβάνονται και για τα  πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως και 4 του άρθρου 20 του παρόντος νόμου. 2.  Αντίγραφο της πιο πάνω ειδικής έκθεσης ελέγχου υποβάλλεται από την αρχή που τη συνέταξε στη  Διεύθυνση Σχεδιασμού και Συντονισμού Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, η  οποία υποχρεώνεται να ενημερώσει με οποιονδήποτε τρόπο όλες τις δημόσιες οικονομικές  υπηρεσίες, τις τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα. Οι ανωτέρω υπηρεσίες και οι φορείς από της  ενημερώσεώς τους υποχρεώνονται να εφαρμόσουν αμέσως τις απαγορεύσεις και δεσμεύσεις της  παρ. 1 αυτού του άρθρου, χωρίς καμία άλλη διαδικασία ή διατύπωση. 3. Η ενέργεια αυτή της  Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Συντονισμού Φορολογικών Ελέγχων κοινοποιείται συγχρόνως και στο  φορολογούμενο με αντίγραφο της σχετικής ειδικής έκθεσης ελέγχου στη γνωστή κατοικία του ή  στην έδρα της επιχείρησής του, ο οποίος μπορεί μέσα σε ένα (1) μήνα από την ειδοποίησή του να  ζητήσει με αίτηση στον Υπουργό Οικονομικών την ολική ή μερική άρση των απαγορευτικών  μέτρων. Ο Υπουργός Οικονομικών αποφαίνεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή  της αίτησης. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η κατά τον ΚΦΔ προσφυγή. 4. … ». Περαιτέρω,  στο άρθρο 20 του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι «1. Στα νομικά πρόσωπα ως αυτουργοί του  αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται: α) Στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, σι πρόεδροι των  Δ.Σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί  διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε  από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν  όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των  εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που  αναφέρονται πιο πάνω. .... 6. Οι ανωτέρω αυτουργοί και συνεργοί τιμωρούνται εφόσον κατά το  χρόνο διάπραξης του αδικήματος είχαν την ιδιότητα αυτή και εφόσον γνώριζαν ή από την ιδιότητά  τους και εν όψει των συγκεκριμένων περιστάσεων γίνεται φανερό ότι γνώριζαν για τις πράξεις ή  παραλείψεις, με τις οποίες εκπληρώθηκαν οι όροι των αδικημάτων του παρόντος». Λαμβανομένου  υπόψη ότι με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 επιβάλλονται εξαιρετικού  και επείγοντος χαρακτήρα μέτρα, τα οποία, παρά το νομοθετικό χαρακτηρισμό τους ως  κυρώσεων, όπως έχει κριθεί, δεν έχουν γνήσιο κυρωτικό χαρακτήρα ούτε, άλλωστε,  προσλαμβάνουν τέτοιο χαρακτήρα, λόγω του ότι ενδέχεται να κατατείνουν και στη συμμόρφωση  των παραβατών προς τις σχετικές καταλογιστικές πράξεις που εκδίδονται σε βάρος τους (ΣτΕ  1372/2014, ΣτΕ 2024/2010), πλην, όμως, ενόψει του ότι η ενεργοποίηση των μέτρων αυτών σε βάρος  του φορολογούμενου-επιτηδευματία ενέχει σοβαρή επέμβαση της φορολογικής διοίκησης σε βάρος  της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας αυτού (στέρηση της δυνατότητας χρήσεως και  διαθέσεως των δεσμευθέντων περιουσιακών στοιχείων του και δη ρευστού χρήματος και κινητών  αξιών φυλασσόμενων σε πιστωτικά ιδρύματα), πρέπει η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις παρ.  1- 4 του άρθρου 20 του ιδίου νόμου, όπου προβλέπονται ειδικότερα τα πρόσωπα σε βάρος των  οποίων λαμβάνονται τα εν λόγω μέτρα, να ερμηνεύεται στενά και δη υπό το φως της παρ. 6 του  άρθρου 20 του αυτού νόμου. Εκ τούτων έπεται ότι τα μέτρα αυτά λαμβάνονται νομίμως σε βάρος  των μνημονευόμενων στις παρ. 1 έως 4 του άρθρου 20 του ν. 2523/1997 προσώπων, μόνο  εφόσον τα πρόσωπα αυτά έφεραν τις αναφερόμενες στο άρθρο 20 ιδιότητες είτε κατά το χρόνο  που τελείται η παράβαση του ΚΒΣ (χρόνος έκδοσης ή λήψης-καταχώρισης πλαστών ή εικονικών ή  νοθευμένων φορολογικών στοιχείων) είτε, προκειμένου περί φοροδιαφυγής, κατά το χρόνο που  γεννάται η αντίστοιχη φορολογική υποχρέωση, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαιώσεως αυτής.

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε βάρος της  αναιρεσίβλητης, ως εντεταλμένης συμβούλου της εταιρείας ....................................., που εδρεύει στο  ............................. και έχει ως αντικείμενο εργασιών την τουριστική αξιοποίηση εκτάσεων, την  εκμετάλλευση ξενοδοχείων και την καλλιέργεια αγροτικών εκτάσεων), λήφθηκαν με την υπ’ αριθμ.  1057104/12107/ΔΕ-Γ/28-8-2003 πράξη του Προϊσταμένου του Τμήματος Ποινών της Διεύθυνσης  Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών τα προβλεπόμενα στοάρθρο 14 του ν.  2523/1997 μέτρα, καθόσον, σύμφωνα με την από 10-6-2003 ειδική έκθεση ελέγχου του ΠΕΚ  Πατρών, διαπιστώθηκε ότι η ανωτέρω εταιρία, κατά τις χρήσεις 1994-1999, δεν απέδωσε στο  Δημόσιο φόρο προστιθέμενης αξίας και έλαβε εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθ` υπέρβαση των  χρηματικών ορίων που προβλέπει η ανωτέρω διάταξη. Ακολούθως, η αναιρεσίβλητη ζήτησε την  άρση των μέτρων αυτών με την από 5-11-2003 αίτησή της, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’  αριθμ. 110.0485/14001/ΔΕ--Γ/8-4-2004 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών. Κατά της  τελευταίας αυτής απόφασης άσκησε, ακολούθως, προσφυγή προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι μη  νομίμως λήφθηκαν σε βάρος της τα ένδικα μέτρα, καθόσον, κατά το χρόνο διάπραξης των  ένδικων φορολογικών παραβάσεων (χρήσεις 1994-1999), δεν μετείχε στη διοίκηση της εταιρίας  υπό οιαδήποτε ιδιότητα, ενώ, μετείχε για πρώτη φορά στο Δ.Σ. της εταιρίας ως εντεταλμένη  σύμβουλος την 14-6-2001 και παρέμεινε με αυτήν την ιδιότητα έως την 25-10-2002, χωρίς, όμως,  να ασκεί διοικητικά καθήκοντα. Επικαλέστηκε δε και προσκόμισε πρωτοδίκως α) το από  14-6-2001 πρακτικό γενικής συνέλευσης της εταιρείας ......................................, σύμφωνα με το οποίο αυτή  εκλέχθηκε εντεταλμένη σύμβουλος της εταιρείας, καθώς και το 6514/26-7-2001 φύλλο της  Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, στο οποίο καταχωρίσθηκε το από 14-6-2001 πρακτικό του Δ.Σ. της  εταιρείας, β) τα 3583/5-10-1989, 349/23-1-1995 και 5656/15-7-1999 Φύλλα της Εφημερίδας της  Κυβερνήσεως, από τα οποία προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη δεν μετείχε κατά το προγενέστερο της  14-6-2001 χρονικό διάστημα στο ΔΣ της εταιρείας. Η προσφυγή της έγινε δεκτή και ακυρώθηκε η  σιωπηρή απόρριψη της αίτησής της για την άρση των σε βάρος της, ως εντεταλμένης συμβούλου  της εταιρείας ..............................., ληφθέντων μέτρων, καθώς και η 1100485/14001/ΔΕ-Γ/8- 4-2004  απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, με την οποία απορρίφθηκε ρητώς, στη συνέχεια, το  αίτημά της για την άρση των ένδικων μέτρων. Με έφεση που άσκησε το Δημόσιο κατά της  πρωτόδικης απόφασης ισχυρίστηκε ότι η αναιρεσίβλητη, με το από 14-6-2001 πρακτικό γενικής  συνέλευσης και το πρακτικό Διοικητικού Συμβουλίου της επιχείρησης ... ...... , ορίσθηκε ομόφωνα  ως εντεταλμένη σύμβουλος, με πρόσθετη αρμοδιότητα να δεσμεύει την ανωτέρω εταιρεία,  συνυπογράφουσα με τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα ... ...... (ΦΕΚ 6514/26-7-2001). Το διοικητικό  εφετείο, αφού έλαβε υπόψη του ότι 1) σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 20 του ν. 2523/1997,  απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή των ανωτέρω περιοριστικών μέτρων είναι τα πρόσωπα  αυτά να φέρουν κάποια από τις κατά νόμον ιδιότητες (πρόεδροι ΔΣ κ.λπ. ), κατά το χρόνο  διάπραξης του αδικήματος, και εφόσον γνώριζαν περί αυτού, και 2) το γεγονός ότι η  αναιρεσίβλητη έλαβε για πρώτη φορά την ιδιότητα της εντεταλμένης συμβούλου στις 14-6-2001,  ενώ το αδίκημα είχε διαπραχθεί κατά τα έτη 1994-1999, έκρινε ότι μη νόμιμα επιβλήθηκαν σε  βάρος της τα ανωτέρω περιοριστικά μέτρα, και μη νόμιμα, επομένως, απορρίφθηκε το αίτημά της  για την άρση των μέτρων αυτών. Η ως άνω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι,  σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 4, νόμιμη, ανεξαρτήτως των ειδικότερων αιτιολογιών  της. Τούτο δε διότι εφόσον, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά με αυτήν, οι παραβάσεις, που  αποτελούν το έρεισμα της πράξης με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος της αναιρεσίβλητης τα  ένδικα διασφαλιστικά μέτρα τουάρθρου 14 του ν. 2523/1997, στηρίζονται σε ληφθέντα από την  εταιρία, της οποίας η αναιρεσίβλητη κατέστη την 14-6-2001 εντεταλμένη σύμβουλος, εικονικά  φορολογικά στοιχεία, και στην εντεύθεν μη απόδοση στο Δημόσιο φόρου προστιθέμενης αξίας,  καθ` υπέρβαση των χρηματικών ορίων που προβλέπει η ανωτέρω διάταξη, ανάγονται στα έτη  1994-1999, σε χρονικό, δηλαδή, διάστημα που η αναιρεσίβλητη δεν είχε την, μεταξύ άλλων,  προβλεπόμενη στο άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 2523/1997 ιδιότητα της εντεταλμένης συμβούλου της  εν λόγω εταιρίας, δεν ηδύναντο να ληφθούν σε βάρος της για τις παραβάσεις αυτές (λήψη  εικονικών φορολογικών στοιχείων, μη απόδοση φ.π.α.), τα ένδικα διασφαλιστικά των  συμφερόντων του Δημοσίου μέτρα. Τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως  αβάσιμα.

Δια ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2015 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια  συνεδρίαση της 1ης Απριλίου 2015.

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος                                  
Η Γραμματέας

http://www.taxheaven.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: