Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση λόγω παράλειψης των αρμοδίων οργάνων του να νομοθετήσουν

Ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση λόγω παράλειψης των αρμοδίων οργάνων του να νομοθετήσουν


Σε νέα συνεδρίαση του ΣτΕ αναμένεται να κριθεί η αποζημίωση που επιδίκασε το διοικητικό εφετείο σε μέλη πληρώματος ποντοπόρου πλοίου αφού κατά την κρίση του, το πλήρωμα του πλοίου υπό σημαία ευκαιρίας, του οποίου η πλοιοκτήτρια εταιρεία είχε την πραγματική της έδρα στον Πειραιά, υπάγονταν για την εξασφάλιση, έναντι του αφερέγγυου εργοδότη τους, των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους που πήγαζαν από τις οικείες συμβάσεις, στις προστατευτικές διατάξεις της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ, περαιτέρω δε ότι ο Έλληνας νομοθέτης όφειλε να καταστήσει την εν λόγω οδηγία εθνικό δίκαιο, με τη θέσπιση, σύμφωνα με αυτή, κανόνων δικαίου, δοθέντος ότι σε εργαζόμενους, όπως οι αναιρεσίβλητοι, δεν παρεχόταν από την κείμενη εθνική νομοθεσία προστασία ισοδύναμη με εκείνη της οδηγίας.
Περίληψη - ιστορικό

Πλήρωμα ποντοπόρου πλοίου που, με την από 11.10.1999 αγωγή τους ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών εξέθεσαν ότι παρέμειναν απλήρωτοι καθ' όλο το χρονικό διάστημα (από 14.7.1994 έως 15.12.1994) που εργάσθηκαν στο ακινητοποιημένο στο λιμάνι του Πειραιά λόγω της επιβληθείσας κατασχέσεως πλοίο ................., ότι η εργοδότις τους πλοιοκτήτρια εταιρεία και ο εφοπλιστής είχαν κηρυχθεί προηγουμένως σε πτώχευση, μετά δε την ανάκληση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως και, ενώ εν τω μεταξύ είχαν συναφθεί οι συμβάσεις ναυτολογήσεώς τους και οι ίδιοι εργάζονταν επί του πλοίου, επανακηρύχθηκε η πτώχευση πλοιοκτήτριας και εφοπλιστού, ότι παρά τον πλειστηριασμό του πλοίου οι εκ δεδουλευμένων αποδοχών αξιώσεις τους δεν ικανοποιήθηκαν από το εκπλειστηρίασμα, λόγω μη κατατάξεως αυτών στον οικείο πίνακα διανομής και της αμετάκλητης απορρίψεως της κατά του πίνακα αυτού ασκηθείσας ανακοπής τους και ότι δεν ικανοποιήθηκαν από την πτωχευτική περιουσία πλοιοκτήτριας και εφοπλιστού, η οποία αποδείχθηκε ανύπαρκτη, πράγμα που αποτέλεσε τον λόγο για τον οποίο κηρύχθηκε η παύση των εργασιών των πτωχεύσεων με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Το πλήρωμα ακολούθως απευθύνθηκε στον O.A.Ε.Δ. και ζήτησε να υπαχθεί στον συσταθέντα σε αυτόν, δυνάμει του άρθρου 1 του ν. 1836/1989, «Λογαριασμό προστασίας εργαζομένων από την αφερεγγυότητα του εργοδότη», έλαβε, όμως, από τον ως άνω Οργανισμό την έγγραφη απάντηση ότι δεν υπάγονται στην προστασία του π.δ/τος 1/1990, διότι ως ναυτικοί, καλυπτόμενοι από άλλης μορφής εγγυήσεις της εσωτερικής νομοθεσίας, αποκλείονται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ «περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη».

Επικαλούμενοι τις διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας και την προαναφερθείσα απόφαση του Δ.Ε.Κ. της 8.11.1990, ιδίως κατά το μέρος που έκρινε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν είχε λάβει μέτρα δυνάμενα να εξασφαλίσουν στα πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων προστασία ισοδύναμη με αυτήν που απορρέει από την οδηγία, το πλήρωμα ισχυρίστηκε , με την αγωγή του, ότι το Ελληνικό Δημόσιο, δια των αρμοδίων νομοθετικών και διοικητικών οργάνων του, παρέλειψε να συμμορφωθεί προς την ως άνω κοινοτική οδηγία και την καταδικαστική απόφαση του Δ.Ε.Κ. και, συγκεκριμένα, ότι παρέλειψε να θεσπίσει τις αναγκαίες διατάξεις που θα οδηγούσαν στην εφαρμογή της οδηγίας και επί των πληρωμάτων των ποντοπόρων πλοίων, με τη σύσταση αρμοδίου προς τούτο οργανισμού εγγυήσεως και συνέχισε να εξαιρεί την εν λόγω κατηγορία εργαζομένων από την προβλεπόμενη στην οδηγία προστασία, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να μην τύχουν της προστασίας αυτής και να υποστούν ζημία, για τον λόγο ότι δεν κατεβλήθησαν σε αυτούς, είτε από τον O.A.Ε.Δ., λόγω αρνήσεώς του, είτε από κάποιον άλλον οργανισμό ή φορέα εγγυήσεως, τα ποσά που τους είχαν επιδικασθεί με την 1636/1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και τα οποία αδυνατούσαν να εισπράξουν από τους αφερέγγυους εργοδότες τους.

Για τον λόγο αυτό, το πλήρωμα  ζήτησε να υποχρεωθεί το Δημόσιο να καταβάλει σε κάθε έναν από αυτούς ως αποζημίωση, βάσει των διατάξεων του άρθρου 105 Εισ.ΝΑ.Κ., τα ποσά που τους είχαν επιδικασθεί με την προαναφερθείσα απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, στα οποία προσέθεσαν τους νόμιμους, κατά τους υπολογισμούς τους, τόκους, από 16.12.1994, επομένης της καταγγελίας των συμβάσεών τους, ως προς όλα τα ως άνω κονδύλια πλην εκείνου της αποζημιώσεως απολύσεως, για το οποίο ζήτησαν την καταβολή τόκων από της επιδόσεως της ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου αγωγής τους (14.6.1995), έως την ημέρα συντάξεως της απευθυνόμενης στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιώς αγωγής (11.10.1999), δηλ. συνολικώς ζήτησαν ο πρώτος από αυτούς 7.841.316 δρχ., οι δεύτερος και έβδομος από 6.467.923 δρχ., οι τρίτος και τέταρτος από 5.598.398 δρχ., ο πέμπτος 4.868.966 δρχ. και ο έκτος από αυτούς 3.826.239 δρχ., τα ως άνω δε συνολικά ποσά νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής τους. Το ως άνω καταψηφιστικό αίτημα μετέτρεψαν, με το πρωτοδίκως υποβληθέν υπόμνημά τους, σε αναγνωριστικό, ζητώντας, μάλιστα, να αναγνωρισθεί ότι δια της επιδόσεως της αγωγής τους και της εντεύθεν οχλήσεως το Δημόσιο κατέστη υπερήμερο και οφείλει σε αυτούς τόκους υπερημερίας.

Το δικαστήριο με απόφασή του έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση συνέτρεξαν όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 105 ΕΙΣΝΑΚ για την ευθύνη του Δημοσίου να αποζημιώσει τα μέλη του πληρώματος τουριστικού πλοίου υπό σημαία τρίτης, κατά τον κρίσιμο χρόνο, χώρας, λόγω της παραλείψεως των αρμοδίων οργάνων του να θεσπίσουν, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ρυθμίσεις προς εξασφάλιση των ανεξόφλητων, λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη, απαιτήσεων των πληρωμάτων ποντοπόρων πλοίων εκ των συμβάσεων εργασίας αυτών.

Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή το διοικητικό εφετείο, αφού δέχθηκε ότι στα κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως του Παραρτήματος της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ «πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων» υπάγονται τα πληρώματα των πλοίων με ελληνική σημαία, καθώς και των πλοίων με σημαία ευκαιρίας, τα οποία, όμως, συνδέονται με την Ελλάδα, έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση, κατ' εκτίμηση των πρωτοδίκως προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, η πλοιοκτήτρια εταιρεία του συγκεκριμένου πλοίου   ασκούσε επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, χώρα στην οποία βρισκόταν η πραγματική έδρα της (συγκεκριμένα, στον Πειραιά) και με την οποία είχε γνήσιο σύνδεσμο και, επομένως, η σημαία της Μάλτας, την οποία έφερε το πλοίο, ήταν σημαία ευκαιρίας.

Κατόπιν τούτου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε το πλήρωμα του  πλοίου υπό σημαία ευκαιρίας, του οποίου η πλοιοκτήτρια εταιρεία είχε την πραγματική της έδρα στον Πειραιά, υπάγονταν για την εξασφάλιση, έναντι του αφερέγγυου εργοδότη τους, των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους που πήγαζαν από τις οικείες συμβάσεις, στις προστατευτικές διατάξεις της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ, περαιτέρω δε ότι ο Έλληνας νομοθέτης όφειλε να καταστήσει την εν λόγω οδηγία εθνικό δίκαιο, με τη θέσπιση, σύμφωνα με αυτή, κανόνων δικαίου, δοθέντος ότι σε εργαζόμενους, όπως οι αναιρεσίβλητοι, δεν παρεχόταν από την κείμενη εθνική νομοθεσία προστασία ισοδύναμη με εκείνη της οδηγίας. Και τούτο, διότι
α) όπως αποφάνθηκε και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την απόφαση της 8.11.1990 (0-53/88), καμία από τις διατάξεις του α.ν. 698/1945, του ν. 762/1978, του άρθρου 16 του α.ν. 373/1968 και των άρθρων 81, 205 και 207 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου δεν εξασφάλιζε στα πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων ισοδύναμη προστασία με εκείνη που απορρέει από την οδηγία, και
β) η δε διάταξη του άρθρου 29 του ν. 1220/1981 δεν εξασφάλιζε την πληρωμή στους εργαζόμενους ναυτικούς των αποδοχών τους, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους, αλλά τους παρείχε προστασία, με καταβολή από το Ν.Α.Τ. των αποδοχών μέχρις ενός τριμήνου, σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή επί εγκαταλείψεως στην αλλοδαπή Ελλήνων ναυτικών ναυτολογημένων σε πλοία με ελληνική σημαία ή ξένη που είναι συμβεβλημένα με τον ως άνω ασφαλιστικό οργανισμό (Ν.Α.Τ.) και η 30251/Β/81 της 12.11/4.12.1981 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση της παραγράφου 3 του άρθρου 29 του ανωτέρω ν. 1220/1981, προέβλεπε την συνδρομή και την διαπίστωση των όρων εγκαταλείψεως στο εξωτερικό των ναυτικών του άρθρου 29 παρ. 1 του ν. 1220/1981 και την κίνηση της σχετικής διαδικασίας.

Εν όψει τούτων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι θεμελιωνόταν ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του πληρώματος, διότι η παράλειψή του να νομοθετήσει, δια των αρμοδίων οργάνων του, κατ' εφαρμογή της ως άνω κοινοτικής οδηγίας, προκειμένου να εξασφαλισθούν οι ανεξόφλητες, λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη, απαιτήσεις των πληρωμάτων ποντοπόρων πλοίων εκ των οικείων συμβάσεων εργασίας ήταν μη νόμιμη και συνδεόταν αιτιωδώς με τη ζημία που υπέστη το πλήρωμα από την απώλεια, εξ αιτίας της αφερεγγυότητας της εργοδότριας τους πλοιοκτήτριας εταιρείας, των ποσών που εδικαιούντο από την εκτέλεση και λύση της περί ναυτολογήσεώς τους συμβάσεως, αφού αυτοί, ως μισθωτοί ανήκοντες στο πλήρωμα πλοίου με σημαία ευκαιρίας, δίχως να τους παρέχεται ισοδύναμη προς εκείνη της επίμαχης οδηγίας προστασία, θα καταλαμβάνονταν από την σχετική ρύθμιση, αν είχε λάβει χώρα η ορθή μεταφορά της οδηγίας στην Ελλάδα.

Εδικαιούντο, επομένως, το πλήρωμα, προς αποκατάσταση της προκληθείσας σε αυτούς ζημίας, να λάβουν αποζημίωση που αντιστοιχούσε στα ποσά των δεδουλευμένων αποδοχών τους, του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου της τροφής, της αποζημιώσεως απολύσεως και του αντιτίμου της τροφής επί του πλοίου, όπως τα χρηματικά αυτά ποσά προσδιορίσθηκαν με την 1636/1995 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προσηυξημένα με τον νόμιμο επ' αυτών, κατά το προ της καταθέσεως της αγωγής χρονικό διάστημα, τόκο, αν και όχι νομιμοτόκως από της επιδόσεως αυτής, διότι, όπως έκρινε το διοικητικό εφετείο, τόκοι οφείλονται επί καταψηφιστικής και όχι αναγνωριστικής αγωγής.


Το δημόσιο έκανε αίτηση αναίρεσης της απόφαση του  εφετείου στο ΣτΕ επικαλούμενο τους εξής λόγους.

1) Ως «πληρώματα ποντοπόρων πλοίων», υπό το σημείο II του πίνακα του παραρτήματος που αφορά την Ελλάδα, νοούνται αποκλειστικώς και μόνον τα πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων με ελληνική σημαία και σε καμία περίπτωση τα πλοία με σημαία ευκαιρίας, τα οποία συνδέονται μεν με την Ελλάδα, πλην, όμως, δεν είναι συμβεβλημένα με το Ν.Α.Τ. και, επομένως, οι πλοιοκτήτες τους δεν καταβάλλουν τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές («χρηματοδότηση», κατά την οδηγία) στο αρμόδιο ασφαλιστικό ταμείο-οργανισμό εγγυήσεως.

2) κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2, 3 και 4 της επίμαχης οδηγίας, κρίθηκε αυτή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ως εφαρμοστέα στην περίπτωση των αναιρεσιβλήτων.
Κατά το Δημόσιο, αναγκαία προϋπόθεση για να υπαχθεί ένας μισθωτός στις προστατευτικές διατάξεις της οδηγίας είναι η επέλευση της αφερεγγυότητας του εργοδότη να είναι οπωσδήποτε μεταγενέστερη της κατάρτισης της σχετικής συμβάσεως εργασίας, καθώς οι ανεξόφλητες απαιτήσεις, των οποίων την πληρωμή διασφαλίζουν οι αρμόδιοι οργανισμοί εγγυήσεως, αναφέρονται σε περίοδο πριν μία ορισμένη ημερομηνία, προσδιοριζόμενη, στην παρ. 2 του άρθρου 3 της οδηγίας, είτε ως η ημερομηνία επελεύσεως της αφερεγγυότητας του εργοδότη είτε ως η ημερομηνία γνωστοποιήσεως της, λόγω της αφερεγγυότητας αυτής, απολύσεως του μισθωτού, τούτο δε και προς αποφυγή τυχόν ενδεχομένου συμπαιγνίας μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, όπως εμμέσως πλην σαφώς διατυπώνεται στο άρθρο 10 της οδηγίας.
Η προϋπόθεση αυτή δεν συνέτρεχε, κατά το Δημόσιο, στην προκειμένη περίπτωση, διότι η επέλευση της αφερεγγυότητας της εργοδότιδας των αναιρεσιβλήτων πλοιοκτήτριας εταιρείας ήταν προγενέστερη των επίμαχων συμβάσεων εργασίας των τελευταίων.

3) Εν όψει των διατάξεων του α.ν. 690/1945, του ν. 762/1978, του α.ν. 373/1968, των άρθρων 81, 205 και 207 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, του π.δ/τος 913/1978, του άρθρου 29 του ν. 1220/1981 και της υπ' αρ. 30251 /Β/81 υπουργικής αποφάσεως, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη η κρίση του διοικητικού εφετείου κατά την οποία η ισχύουσα κατά τον κρίσιμο χρόνο εσωτερική ελληνική νομοθεσία δεν παρείχε στα πληρώματα ποντοπόρων πλοίων προστασία ισοδύναμη με εκείνη που επιβάλλει η οδηγία 80/987/ΕΟΚ.

4) Ακόμη και στην περίπτωση που θα γινόταν δεκτό ότι η οδηγία 80/987/ΕΟΚ αφορά και τα πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων με ξένη σημαία ευκολίας, αιτιώδης σύνδεσμος υφίσταται μόνο μεταξύ της αποδιδόμενης στο Δημόσιο παραλείψεως νομοθετήσεως και των ανεξόφλητων απαιτήσεων που αφορούν αμοιβές των τριών τελευταίων μηνών των συμβάσεων εργασίας, των οποίων και μόνο την πληρωμή θα είχαν διασφαλίσει οι αναιρεσίβλητοι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 της οδηγίας, εάν αυτή είχε μεταφερθεί πλήρως (ώστε να καταλαμβάνει και αυτούς) στην Ελλάδα και όχι του συνόλου των ανεξόφλητων απαιτήσεων των αναιρεσιβλήτων.

Το ΣτΕ με την απόφαση 1629/2014 επιφυλάχθηκε για την τελική απόφαση μέχρι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αποφανθεί επί του κρίσιμου ερωτήματος :
« κατά την έννοια των διατάξεων της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, θεωρείται, ως ισοδύναμη προστασία, η προβλεπόμενη από το άρθρο 29 του ν. 1220/1981 καταβολή από το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.) αποδοχών μέχρις ενός τριμήνου, στο ύψος των καθοριζομένων από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις βασικών μισθών και επιδομάτων σε έλληνες ναυτικούς, ναυτολογημένους επί πλοίων υπό ελληνική σημαία ή ξένων συμβεβλημένων μετά του Ν.Α.Τ., στην προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό περίπτωση, δηλαδή μόνο στην περίπτωση της εγκαταλείψεως αυτών στην Αριθμός 1629/2014 -30-αλλοδαπή;»

Δεν υπάρχουν σχόλια: