Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Εξόφληση μέσω Τραπεζικού Λογαριασμού ή με επιταγή

Εξόφληση μέσω Τραπεζικού Λογαριασμού ή με επιταγή

Ευθύμιος Κ. Σαΐτης - τ. Προϊστάμενος Δ/νσης Κ.Β.Σ. του Υπ. Οικονομικών
 Η εξόφληση παραστατικών αξίας άνω των 15.000 ευρώ τα οποία εκδόθηκαν μέχρι 31 Μαΐου 2010 γίνεται με δίγραμμη επιταγή ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού. Ειδικά, για την απόδειξη της συναλλαγής από τον λήπτη του φορολογικού στοιχείου, με το οποίο στηρίχθηκε σχετική εγγραφή στα τηρούμενα από αυτόν βιβλία του Κώδικα αυτού (ανεξάρτητα από την κατηγορία τους) και αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας 15.000 ευρώ (ανά στοιχείο) και άνω, απαιτείται η τμηματική ή ολική εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή, για συναλλαγές που διενεργείται από την 20/3/2002 και μετά.
 Σημειώνεται ότι οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή για τις συναλλαγές που πραγματοποιούν (ως λήπτες), όσοι απαλλάσσονται από την τήρηση φορολογικών βιβλίων (π.χ. Δημόσιο, αγρότες ειδικού καθεστώτος, κ.λπ.) (εγκ.1029423/202/ΠΟΛ.1127/16-4-2002). Από τις υπόψη διατάξεις δεν τίθεται χρονικός περιορισμός όσον αφορά την εξόφληση της συναλλαγής και συνεπώς προκειμένου να στοιχειοθετηθεί παράβαση για μη τήρηση τους θα πρέπει να έχει προηγηθεί, αποδεδειγμένα, η εξόφληση του σχετικού φορολογικού στοιχείου που ως θέμα πραγματικό εξετάζεται κατά περίπτωση από τα αρμόδια φοροελεγκτικά όργανα. (εγγ.1103486ΕΞ/29-10-2009). Στην περίπτωση εξόφλησης τμηματικής ή ολικής από τον λήπτη των φορολογικών στοιχείων επισημαίνεται: α) με δίγραμμη επιταγή, ο εκδότης αυτής πρέπει για την εφαρμογή της ανωτέρω υποχρέωσης, να αποδεικνύει την συναλλαγή με φωτοαντίγραφο της επιταγής ή με άλλο πρόσφορο τρόπο ή μέσο, διαφυλάσσοντας τα αποδεικτικά στοιχεία, για όσο χρόνο ορίζεται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. Ως προς το είδος και τον τύπο της δίγραμμης επιταγής, καθώς και τα έννομα αποτελέσματα που συνεπάγεται η χρήση της, εφαρμογή έχουν τα οριζόμενα από τις διατάξεις του Ν.5960/1933 (ΦΕΚ 401 Α΄) περί επιταγών. Δίγραμμη μπορεί να καταστεί κάθε επιταγή με διαγράμμιση, δηλαδή τη χάραξη στην πρόσθια όψη αυτής δύο παράλληλων γραμμών, είτε κάθετων, είτε εγκάρσιων "γενική διαγράμμιση" από τον εκδότη αυτής. β) μέσω τραπεζικού λογαριασμού, η απόδειξη της συναλλαγής θα πρέπει να προκύπτει με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο π.χ. από τα εκδιδόμενα τραπεζικά παραστατικά ή έγγραφα, που αποδεικνύουν την κίνηση του λογαριασμού, τα οποία επίσης πρέπει να διαφυλάσσονται από τον λήπτη του στοιχείου ως ανωτέρω (περ.α΄). Κατά την άμεση πρώτη εφαρμογή του μέτρου, έγινε δεκτό, στους επιτηδευματίες που διενέργησαν εξόφληση υποχρεώσεων τους προς προμηθευτές άνω του προβλεπόμενου ορίου των 15.000 ευρώ, τμηματικά ή ολικά, χωρίς την τήρηση της οριζόμενη διαδικασίας (με δίγραμμη επιταγή ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού), να μην επιβληθούν σε βάρος του οι κυρώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του Ν.2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄/11-9-1997) λόγω των ανωτέρω παραλείψεων για το χρονικό διάστημα από 20/3/2002 μέχρι 30/4/2002, χρόνος που θεωρήθηκε επαρκής για την ενημέρωση και συμμόρφωση τους με τα οριζόμενα στις νέες διατάξεις (εγκ.1029423/202/ΠΟΛ.1127/16-4-2002). Εξαιρούνται από την υποχρέωση εξόφλησης με δίγραμμη επιταγή ή κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό, οι συναλλαγές μεταξύ μητρικής εταιρείας και θυγατρικών εταιρειών, που αφορούν αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας 15.000 ευρώ και άνω ανά στοιχείο, επιτρεπομένου του συμψηφισμού των αμοιβαίων ανταπαιτήσεών τους. Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για συναλλαγές που διενεργούνται αποκλειστικά μεταξύ των αναφερομένων εταιρειών από 22/12/2006 και μετά (εγκ.1016853/103/ ΠΟΛ.1024/15-2-2007). Για την εξόφληση συναλλαγών που διενεργούνται από 1 Ιουνίου 2010 (για φορολογικά στοιχεία που θα εκδοθούν από 1/6/2010 και εξής) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) Μειώνεται το όριο άνω του οποίου υπάρχει υποχρέωση εξόφλησης τιμολογίων (αγοράς αγαθών ή λήψης υπηρεσιών) από το λήπτη του φορολογικού στοιχείου, με επιταγές έκδοσης του λήπτη του στοιχείου ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού, από τα 15.000 ευρώ στα 3.000 ευρώ. Ως αξία που λαμβάνεται υπόψη, για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, νοείται το συνολικό ποσό της αξίας της συναλλαγής (τελικό πληρωτέο ποσό) συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. β) Από 1/6/2010 δεν είναι υποχρεωτική πλέον η έκδοση δίγραμμης επιταγής για τις ανωτέρω συναλλαγές αλλά απλής επιταγής και γ) Θεσπίζεται υποχρέωση έκδοσης, άμεσα, λογιστικού στοιχείου (απόδειξη εκχώρησης αξιόγραφων) στην περίπτωση εκχώρησης επιταγών τρίτων, για την καλύτερη παρακολούθηση αυτών. Ως προς το είδος και τον τύπο της επιταγής, καθώς και τα έννομα αποτελέσματα που συνεπάγεται η χρήση της, εφαρμογή έχουν τα οριζόμενα από τις διατάξεις του Ν.5960/1933 (ΦΕΚ Α΄ 401) περί επιταγών.
Διευκρινίσεις - επισημάνσεις.
 Στην ως άνω περίπτωση της ολικής ή τμηματικής εξόφλησης, από τον λήπτη των φορολογικών στοιχείων, με επιταγή, ο εκδότης αυτής πρέπει, για την εφαρμογή της ανωτέρω υποχρέωσης, να αποδεικνύει την συναλλαγή με φωτοαντίγραφο της επιταγής αυτής ή με άλλο πρόσφορο τρόπο ή μέσο, διαφυλάσσοντας τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, για όσο χρόνο ορίζεται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. (άρθρο 21 παρ.2). Σε περίπτωση εκχώρησης επιταγών τρίτων εκδίδεται, άμεσα, λογιστική απόδειξη εκχώρησης αξιόγραφων, η οποία βεβαίως εκδίδεται αθεώρητη και εφόσον είναι μηχανογραφική δεν απαιτείται σήμανση ως λογιστικό παραστατικό. Εφόσον από τον λήπτη των επιταγών εκδίδεται άλλο μη φορολογικό παραστατικό (π.χ. πινάκιο ή απόδειξη παραλαβής αξιόγραφων, κ.λπ.) με το περιεχόμενο αυτής παρέλκει η έκδοση της απόδειξης εκχώρησης αξιόγραφων. Η απόδειξη εκχώρησης αξιόγραφων εκδίδεται τουλάχιστον από διπλότυπο στέλεχος και εάν είναι εφικτό συσχετίζεται με το παραστατικό αξίας που αφορά (τιμολόγιο, δελτίο αποστολής - τιμολόγιο και άλλα). Στο περιεχόμενο αυτής αναγράφονται εκτός από τα στοιχεία των εκχωρουμένων επιταγών (εκδότης, αξία, ημερομηνία λήξης, τελευταίος οπισθογράφος, κ.λπ.) και τα στοιχεία των παραστατικών (σ.σ. εάν είναι γνωστά) που εξοφλούνται με τις υπόψη επιταγές. Η κατά τα ανωτέρω απόδειξη εκχώρησης είσπραξης αξιόγραφων, διαφυλάσσεται, ως αποδεικτικό στοιχείο του τρόπου εξόφλησης της συναλλαγής που αφορά, για όσο χρόνο ορίζεται από τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 21 του Κ.Β.Σ. Σε περίπτωση μη εφαρμογής των προαναφερόμενων διατάξεων, περί έκδοσης απόδειξης εκχώρησης αξιόγραφων (όπως λ.χ. μη έκδοσης, ανακριβούς έκδοσης, εκπρόθεσμης έκδοσης, ελλιπούς έκδοσης), εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5, παρ. 1 και 2α΄, του Ν.2523/1997, που επισύρουν μια γενική παράβαση κατά χρήση και πρόστιμο ανάλογο της κατηγορίας των τηρούμενων βιβλίων, στο πρόσωπο του λήπτη Στην περίπτωση τμηματικής ή ολικής εξόφλησης, από τον λήπτη των φορολογικών στοιχείων μέσω τραπεζικού λογαριασμού, η απόδειξη της συναλλαγής θα πρέπει να προκύπτει με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο π.χ. από τα εκδιδόμενα τραπεζικά παραστατικά ή έγγραφα, που αποδεικνύουν την κίνηση του λογαριασμού, τα οποία επίσης πρέπει να διαφυλάσσονται από τον λήπτη του στοιχείου ως ανωτέρω. Οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή για τις συναλλαγές που πραγματοποιούν (ως λήπτες), όσοι απαλλάσσονται από την τήρηση φορολογικών βιβλίων (Δημόσιο, ΝΠΔΔ, κ.λπ.). Αντίθετα για τις συναλλαγές με την αλλοδαπή, τυγχάνουν εφαρμογής για τον λήπτη του φορολογικού στοιχείου - υπόχρεο σε εξόφληση, εφόσον αυτός είναι εγκατεστημένος στο εσωτερικό της χώρας, ανακαλούμενων των προηγούμενων θέσεων. Στις περιπτώσεις που, για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, οι αντισυμβαλλόμενοι είναι ταυτόχρονα προμηθευτές και πελάτες (λήπτες φορολογικών στοιχείων) δεν μπορούν να προβούν σε εκατέρωθεν λογιστικούς συμψηφισμούς και κατά συνέπεια πρέπει να ακολουθείται η διαδικασία εξόφλησης κάθε στοιχείου αξίας άνω των 3.000 ευρώ με επιταγή ή μέση τραπεζικού λογαριασμού, με μόνη εξαίρεση το συμψηφισμό αμοιβαίων ανταπαιτήσεων μεταξύ μητρικής και θυγατρικών εταιριών. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για συμψηφισμούς αμοιβαίων ανταπαιτήσεων μεταξύ επιχειρήσεων, όταν ένας εκ των δυο αντισυμβαλλόμενων είναι επιχείρηση που δεν έχει πραγματική εγκατάσταση στην Ελλάδα, δεδομένου ότι οι διατάξεις του Κ.Β.Σ. έχουν εφαρμογή εντός της ελληνικής επικράτειας. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής γίνεται δεκτό να εξοφλούνται παραστατικά αξίας άνω των 3.000 ευρώ από τον λήπτη αυτών και με τη χρήση ταχυδρομικής επιταγής - ταχυπληρωμής. Σε περίπτωση μη εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων (από 1/6/2010 και εξής), επιβάλλονται κυρώσεις μόνο στο πρόσωπο του λήπτη του σχετικού προς εξόφληση στοιχείου, όχι και του εκδότη. Η δε καταλογιζόμενη παράβαση είναι γενική και επιβάλλεται ένα ενιαίο πρόστιμο, ανεξάρτητα από το πλήθος των περιπτώσεων ανά χρήση, το ύψος του οποίου είναι ανάλογο με την κατηγορία των τηρούμενων βιβλίων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ.1 και 2α΄ του Ν.2523/1997. (εγκ.ΠΟΛ.1091/14-6-2010). Οι διευκρινίσεις που παρατίθενται στη συνέχεια αφορούν κυρίως συναλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί τόσο μέχρι 31 Μαΐου 2010 όσο και αυτές που πραγματοποιήθηκαν από 1η Ιουνίου 2010 και εφεξής. Συνεπώς όπου αναφέρεται δίγραμμη επιταγή πρόκειται για θέση που είχε διατυπωθεί παλαιότερα, ως λύση όμως καταλαμβάνει και περιπτώσεις παραστατικών αξίας 3000 ευρώ, με δυνατότητα εξόφλησης με επιταγές έκδοσης του λήπτη του στοιχείου ή τρίτων εισπρακτέες, μέσω του τραπεζικού συστήματος ή με ταχυδρομική επιταγή.
1. Καταβολή μισθωμάτων ακινήτων .
H καταβολή μισθωμάτων ακινήτων, βάση πολυετούς σύμβασης, δεν περιλαμβάνεται στις συναλλαγές, στην παρακολούθηση και απόδειξη των οποίων αποβλέπει η σχετική διάταξη για την εξόφληση των συναλλαγών, μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή δίγραμμης επιταγής και επομένως δεν υφίσταται κανένας περιορισμός όσον αφορά τον τρόπο εξόφλησης του τιμήματος της συγκεκριμένης συναλλαγής (εγγ.1032214/237/24-4-2002).
2. Πωλήσεις σε αλλοδαπές επιχειρήσεις.
Οι διατάξεις με τις οποίες απαιτείται η τμηματική ή ολική εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή, για αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας 15.000 ευρώ (ανά στοιχείο) και άνω, δεν έχουν εφαρμογή για τις συναλλαγές που πραγματοποιούν (ως λήπτες), όσοι απαλλάσσονται από την τήρηση φορολογικών βιβλίων (π.χ. Δημόσιο, αγρότες ειδικού καθεστώτος, κ.λπ.), καθώς και για τις συναλλαγές που πραγματοποιούν (ως λήπτες) όσοι δεν έχουν τις υποχρεώσεις του Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992), ο οποίος ως γνωστό εφαρμόζεται μόνον στην ελληνική επικράτεια για όλα τα πρόσωπα, ανεξάρτητα εάν είναι ημεδαπά ή αλλοδαπά, με την προϋπόθεση ότι έχουν πραγματική εγκατάσταση στο εσωτερικό της χώρας. Συνεπώς, εφόσον λήπτες των στοιχείων είναι αλλοδαπές εταιρείες, οι οποίες δεν αποκτούν εγκατάσταση στο εσωτερικό της χώρας (θέμα πραγματικό) και δεν έχουν τις υποχρεώσεις του Κ.Β.Σ. (για τήρηση βιβλίων, κ.λπ.), δεν υφίσταται κανένας περιορισμός όσον αφορά τον τρόπο εξόφλησης του τιμήματος των συγκεκριμένων συναλλαγών (εγγ. 1043942/325/13-6-2002).
3. Συνολικό ποσό της αξίας της συναλλαγής.
Όσον αφορά το ερώτημα σχετικά με την αξία που λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, διευκρινίστηκε ότι νοείται το συνολικό ποσό της αξίας της συναλλαγής (τελικό ποσό), δεδομένου ότι δεν γίνεται αναφορά στο καθαρό ποσό χωρίς τις συναλλακτικές και λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις ή χωρίς το Φ.Π.Α., όπως συμβαίνει σε άλλες διατάξεις (π.χ. επιβολή προστίμων). `Αλλωστε στις εμπορικές συναλλαγές η εξόφληση φορολογικού στοιχείου σημαίνει την καταβολή της τελικής αξίας αυτού, δηλαδή της αξίας της συναλλαγής με τις λοιπές επιβαρύνσεις μέσα στις οποίες περιλαμβάνεται και ο Φ.Π.Α. (εγγ. 1052211/379/9-8-2002).
 4. Πιστωτικό έκπτωσης παραστατικού αξίας άνω των 15.000 ευρώ.
 Στις περιπτώσεις που εκδίδονται από τους προμηθευτές τιμολόγια αξίας 15.000 ευρώ και άνω προς τους ίδιους πελάτες - λήπτες και στη συνέχεια εκδίδονται προς τους τελευταίους, πιστωτικά τιμολόγια (π.χ. χορήγηση έκπτωσης λόγω τζίρου, λόγω διακανονισμού, μερική επιστροφή, διαφορές τιμών) μέσα στην ίδια ή την επόμενη χρήση, δεν μπορούν να γίνουν συμψηφισμοί και συνεπώς για την εξόφληση κάθε στοιχείου που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών που εμπίπτει στην αναφερόμενη διάταξη απαιτείται η τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας για όποιο ποσό απομένει να αποπληρωθεί. Ειδικά όμως, στην περίπτωση που εκδίδεται από τον προμηθευτή, στοιχείο αξίας 15.000 ευρώ και άνω και στη συνέχεια εκδίδεται, για τη συγκεκριμένη αυτή συναλλαγή, πιστωτικό τιμολόγιο (ολικής επιστροφής, κ.λπ.) επιτρέπεται ο συμψηφισμός μεταξύ του αρχικού στοιχείου και του πιστωτικού τιμολογίου, εφόσον η επιστροφή πληροί τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά όπως: (ύπαρξη ελαττώματος πραγματικού, έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητος Αστικός Κώδικας άρθρο 540) (εγγ. 1089798/690/2-12-2002, εγγ. 1021801/13/4-3-2003).
5. Πιστωτικό επιστροφής παραστατικού αξίας 15.000 ευρώ.
 Στην περίπτωση που εκδίδεται από τον προμηθευτή, στοιχείο αξίας 15.000 ευρώ και άνω και στη συνέχεια εκδίδεται, για τη συγκεκριμένη αυτή συναλλαγή, πιστωτικό τιμολόγιο (ολικής επιστροφής, κ.λπ.) επιτρέπεται ο συμψηφισμός μεταξύ του αρχικού στοιχείου και του πιστωτικού τιμολογίου, εφόσον η επιστροφή πληροί τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά όπως: (ύπαρξη ελαττώματος πραγματικού, έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητος Αστικός Κώδικας `Αρθρο 540) (εγγ.1089798/690/2-12-2002).
6. Εξόφληση εκκαθάρισης αξίας άνω των 15.000 ευρώ.
Από τη διοίκηση έγινε δεκτό ότι δεν εμπίπτουν στην εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του Ν. 2992/2002, οι εκκαθαρίσεις που εκδίδονται από τον αντιπρόσωπο προς τον εντολέα και αφορούν τις πωλήσεις που γίνονται για λογαριασμό του τρίτου (εντολέα), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12, παρ. 7 του Κ.Β.Σ. (εγγ. 1050500/367/9-10-2002, εγγ. 1089798/690/2-12-2002).
7. Λογιστικοί συμψηφισμοί.
Στις περιπτώσεις που εταιρεία, ως λήπτης φορολογικού στοιχείου αγοράζει αγαθά ή λαμβάνει υπηρεσίες αξίας 15.000 ευρώ και άνω ανά φορολογικό στοιχείο υποχρεούται στην τμηματική ή ολική εξόφληση μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή. Αναλόγως, στις περιπτώσεις που η εταιρεία, πωλεί αγαθά ή παρέχει υπηρεσίες αξίας 15.000 ευρώ και άνω ανά φορολογικό στοιχείο, απαιτείται ο αντισυμβαλλόμενος να εξοφλεί, τα εκδιδόμενα από την εταιρεία και λαμβανόμενα από αυτόν φορολογικά στοιχεία, μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή. Από τα ανωτέρω γίνεται κατανοητό ότι δεν μπορείτε να προβείτε σε λογιστικούς συμψηφισμούς για τις περιπτώσεις αυτές. (εγγ. 1045705/333/12-12-2002). (σ.σ. Εξαιρούνται από την υποχρέωση εξόφλησης με δίγραμμη επιταγή ή κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό, οι συναλλαγές που διενεργούνται από 22/12/2006 και μετά μεταξύ μητρικής εταιρείας και θυγατρικών εταιρειών, που αφορούν αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας 15.000 ευρώ και άνω ανά στοιχείο, επιτρεπόμενου του συμψηφισμού των αμοιβαίων ανταπαιτήσεών τους. Επίσης προβλέπεται συμψηφισμός αμοιβαίων ανταπαιτήσεων μεταξύ επιχειρήσεων, όταν ένας εκ των δυο αντισυμβαλλόμενων είναι επιχείρηση που δεν έχει πραγματική εγκατάσταση στην Ελλάδα, δεδομένου ότι οι διατάξεις του Κ.Β.Σ. έχουν εφαρμογή εντός της ελληνικής επικράτειας).
8. Τμηματική ή ολική εξόφληση παραστατικών αξίας άνω των 15.000 ευρώ.
Από τη γραμματική διατύπωση και ερμηνεία της σχετικής διάταξης ("ειδικά για την απόδειξη της συναλλαγής από το λήπτη φορολογικού στοιχείου που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας 15.000 ευρώ και άνω, απαιτείται η τμηματική ή ολική εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή"), προκύπτει ότι, εφόσον πρόκειται για συναλλαγή η οποία συγκεντρώνει αθροιστικά τις προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω διάταξη, ως προς το ύψος της συναλλαγής (15.000 ευρώ και άνω ανά στοιχείο) και το είδος αυτής (αγορά αγαθών - λήψη υπηρεσιών), ο λήπτης του φορολογικού στοιχείου έχει υποχρέωση να την εξοφλεί περιοριστικά και μόνο με δίγραμμη επιταγή ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού, είτε πρόκειται για τμηματική (υπόλοιπα λογαριασμού, κ.λπ.) είτε για ολική εξόφληση, χωρίς να θεσπίζονται εξαιρέσεις και επομένως η εξόφληση των συναλλαγών αυτών με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, δεν καλύπτει τους υπόχρεους έναντι της υποχρέωσης που θεσπίζουν οι συγκεκριμένες διατάξεις. Τα ανωτέρω ισχύουν έστω και αν οι αντισυμβαλλόμενοι είναι προμηθευτές εταιρειών και ταυτόχρονα πελάτες - λήπτες φορολογικών στοιχείων από αυτές και επομένως δεν μπορούν να προβούν σε εκατέρωθεν λογιστικούς συμψηφισμούς στις περιπτώσεις αυτές (εγγ.1052161/556/27-5-2003).
9. Εξόφληση μέσω πράκτορα (εταιρείας Factoring).
Στις περιπτώσεις που οι οφειλέτες - λήπτες εξοφλούν, μέσω του πράκτορα (εταιρείας Factoring) στοιχεία που έχουν εκδοθεί και είναι αξίας 15.000 ευρώ και άνω ανά στοιχείο, υποχρεούνται στην τμηματική ή ολική εξόφληση σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του Ν.2992/2002. Κατά την έκδοση δίγραμμων επιταγών για την εξόφληση των ανωτέρω οφειλών τους, σ΄ αυτές να αναγράφονται τα στοιχεία του πράκτορα και παράλληλα να σημειώνονται και τα στοιχεία του εκδότη του στοιχείου, ώστε να είναι άμεσα εφικτή η διαπίστωση, σε πιθανό φορολογικό έλεγχο, τήρησης της ανωτέρω υποχρέωσης. `Αλλωστε η αναγραφή των δεδομένων αυτών αποτελεί στις περιπτώσεις αυτές, συμβατική υποχρέωση των οφειλετών. Για την αποφυγή τυχόν δυσλειτουργιών και συγχύσεων στους εμπλεκόμενους και στις Τράπεζες και για την διευκόλυνση εξόφλησης των συναλλαγών αυτών, μπορεί κατά την έκδοση των δίγραμμων επιταγών για την εξόφληση των οφειλών από τους λήπτες των στοιχείων, να αναγράφονται σ΄ αυτές τα στοιχεία της εταιρείας factoring ως δικαιούχου, τα δε στοιχεία της εταιρείας - προμηθευτή να αναγράφονται πληροφοριακά σε οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο στοιχείο, όπως π.χ. στις εξοφλητικές αποδείξεις που εκδίδονται με τις πληρωμές, προκειμένου να είναι εφικτή, όπως, επισημάναμε και στο αρχικό μας έγγραφο, η διαπίστωση σε πιθανό φορολογικό έλεγχο, τήρησης της σχετικής υποχρέωσης. (εγγ. 1008070/92/3-4-2003 και εγγ. 1061360/663/29-10-2003).
10. Εξόφληση τιμολογίου αξίας άνω των 15.000 ευρώ με συναλλαγματικές που διακινούνται από το τραπεζικό σύστημα.
 Η τμηματική εξόφληση τιμολογίου αξίας 15.000 ευρώ και άνω με συναλλαγματικές που διακινούνται από το τραπεζικό σύστημα, μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτει τους υπόχρεους έναντι της υποχρέωσης που θεσπίζουν οι συγκεκριμένες διατάξεις, μόνο στην περίπτωση που εξοφλούνται οι συναλλαγματικές μέσω κατάθεσης των σχετικών ποσών στο λογαριασμό του πωλητή (εκδότη του στοιχείου), χωρίς να μεσολαβεί καμιά άλλη πράξη (π.χ. προεξόφληση συναλλαγματικών) και με την προϋπόθεση ότι σε κάθε περίπτωση η ανωτέρω τμηματική εξόφληση μέσω τραπεζικού λογαριασμού θα αποδεικνύεται από τον λήπτη του τιμολογίου, με βάση τα τραπεζικά παραστατικά που θα αποδεικνύουν την κίνηση του λογαριασμού του εκδότη του στοιχείου καθώς και από τα παραληφθέντα σώματα των εξοφληθεισών συναλλαγματικών, τα οποία και θα διαφυλάσσονται από τον υπόχρεο (εγγ. 1025653/191/20-4-2004).
11. Η αξία συναλλαγής των 15.000 ευρώ εξετάζεται ανά φορολογικό στοιχείο.
Η αξία συναλλαγής των 15.000 ευρώ που πρέπει να εξοφληθεί τμηματικά ή ολικά από το λήπτη του φορολογικού στοιχείου με δίγραμμη επιταγή ή με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό, εξετάζεται ανά φορολογικό στοιχείο και κατά συνέπεια για την εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης ενδιαφέρει η αξία κάθε συναλλαγής (τελική αξία με το Φ.Π.Α.), η δε καταστρατήγηση των ανωτέρω διατάξεων διερευνάται σε κάθε περίπτωση από τον φορολογικό έλεγχο (εγγ. 1112776/873π.ε./1-3-2006, εγγ. 1093076/747/19-12-2006).
12. Καταβολή προκαταβολής για συναλλαγή άνω των 15.000 ευρώ
Η περίπτωση της προεξόφλησης φορολογικού στοιχείου αξίας 15.000 ευρώ και άνω με τμηματικές προκαταβολές μετρητών, του οποίου όμως η τελική αξία (ύψος της συναλλαγής) δεν είναι εκ των προτέρων γνωστή, αλλά διαμορφώνεται με το πέρας της συναλλαγής (και εν τω μεταξύ προκαταβάλλονται τα μετρητά), υπάγεται στην υποχρέωση "περί εξόφλησης στοιχείων αξίας άνω των 15.000 ευρώ με δίγραμμη επιταγή ή με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό" σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ. (σ.σ. συνεπώς δεν μπορεί να εξοφληθεί παρά μόνο με την έκδοση δίγραμμων επιταγών ή με κατάθεση του ποσού μέσω τραπεζικού λογαριασμού) (εγγ.1038598/316/5-5-2006).
13. Internet banking
Με τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. ορίζονται οι υποχρεώσεις των επιτηδευματιών που έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα ως προς τα στοιχεία που εκδίδουν και τα βιβλία που τηρούν, ενώ γενικά στον Κώδικα αυτό δεν περιέχονται ρυθμίσεις για την εξόφληση των παραστατικών αξίας, με την εξαίρεση των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ. που προβλέπει την εξόφληση στοιχείων αξίας ποσού άνω των 15.000 ευρώ με δίγραμμη επιταγή ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού, ενώ ερμηνευτικά έχει γίνει δεκτό ότι οι ως άνω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή σε εξόφληση στοιχείων έκδοσης αντισυμβαλλομένων που εδρεύουν στην αλλοδαπή. Συνεπώς, ο τρόπος εξόφλησης παραστατικών έκδοσης αλλοδαπών επιχειρήσεων μέσω σχετικής διαδικτυακής τραπεζικής υπηρεσίας (internet banking) δεν αντίκειται στις διατάξεις του Κ.Β.Σ., εφόσον η πραγματοποίηση των εν λόγω συναλλαγών αποδεικνύεται στον έλεγχο από τις εκτυπώσεις που γίνονται αμέσως μετά τη συναλλαγή σε συνδυασμό με τα τραπεζικά παραστατικά που λαμβάνετε σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις μεσολαβούσες τράπεζες (εγγ.1052794/392/2-6-2006, εγγ. 1082337/534/13-9-2007).
14. Εξόφληση ιδιότυπων εκκαθαρίσεων των ΚΤΕΛ Α.Ε.
Οι συναλλαγές για τις οποίες εκδίδονται οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις της ΑΥΟΟ1011293/94/0014/ΠΟΛ.1013/5-2-2004 ιδιότυπες εκκαθαρίσεις των ΚΤΕΛ ΑΕ (κάθε ΚΤΕΛ Α.Ε. συντάσσει κάθε τρίμηνο θεωρημένη εκκαθάριση προς κάθε ιδιοκτήτη εκμεταλλευτή αυτοκινήτου, η οποία αποτελεί νόμιμο φορολογικό στοιχείο κτήσης της χιλιομετρικής αποζημίωσης (μισθώματος) για τους λεωφορειούχους και στοιχείο δαπάνης για την ΚΤΕΛ Α.Ε.), δεν συμπεριλαμβάνονται σε εκείνες στην παρακολούθηση των οποίων αποσκοπούν οι συγκεκριμένες διατάξεις (παρ.2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ. όπως τέθηκαν σε ισχύ με την παρ.5 του άρθρου 16 του Ν.2992/2002) που είναι η διασφάλιση των πραγματικών συναλλαγών και ο περιορισμός του φαινομένου των εικονικών συναλλαγών, δεδομένου ότι στις εν λόγω εκκαθαρίσεις εμφανίζονται οι χιλιομετρικές αποζημιώσεις- μισθώματα των δικαιούχων που προσδιορίζονται βάσει μεγεθών, συντελεστών, κριτηρίων και λοιπών στοιχείων που ορίζονται αναλυτικά στη σχετική νομοθεσία και σε Υπουργικές Αποφάσεις του αρμόδιου Υπουργείου (Ν.2963/2001, οικ.Β36933/2804/26-6-2002, οικ.Β-1189/37/8-1-2003, κ.λπ.), για τις ανάγκες και μόνο της φορολογίας του εισοδήματος και όχι για το διακανονισμό σχέσεων από εμπορικές συναλλαγές και κατά συνέπεια, ελλείψει και των ουσιαστικών εννοιολογικών χαρακτηριστικών (έλλειψη της έννοιας της εξόφλησης από το λήπτη λεωφορειούχο των εν λόγω εκκαθαρίσεων) οι προαναφερόμενες διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ. δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω (εγγ.1084600/674/18-10-2006).
15. Εξόφληση δύο (2) τιμολογίων συνολικής αξίας άνω των 15.000 ευρώ με τα οποία τιμολογήθηκαν αγαθά που είχαν αποσταλεί με ένα (1) δελτίο αποστολής
Αναφορικά με το εάν υπάρχει υποχρέωση εξόφλησης δύο (2) τιμολογίων συνολικής αξίας άνω των 15.000 ευρώ με δίγραμμη επιταγή ή με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό, με τα οποία τιμολογήθηκαν αγαθά που είχαν αποσταλεί με ένα (1) δελτίο αποστολής, διευκρινίστηκαν τα εξής: Με βάση τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του Κ.Β.Σ. για χονδρική πώληση ή για αποστολή αγαθών που συνοδεύονται από ένα (1) δελτίο αποστολής εκδίδεται μόνο ένα (1) τιμολόγιο στο οποίο αποτυπώνεται η συγκεκριμένη συναλλαγή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ.: "Ειδικά για την απόδειξη της συναλλαγής από το λήπτη φορολογικού στοιχείου που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας 15.000 ευρώ και άνω απαιτείται η τμηματική ή ολική εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή". Κατά ρητή διατύπωση των ως άνω διατάξεων η αξία συναλλαγής των 15.000 ευρώ που πρέπει να εξοφληθεί τμηματικά ή ολικά από το λήπτη του φορολογικού στοιχείου με δίγραμμη επιταγή ή με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό, εξετάζεται ανά φορολογικό στοιχείο και κατά συνέπεια για την εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης ενδιαφέρει η αξία κάθε συναλλαγής, η δε καταστρατήγηση των ανωτέρω διατάξεων διερευνάται σε κάθε περίπτωση από τον φορολογικό έλεγχο. Συνεπώς, για κάθε ένα (1) δελτίο αποστολής θα εκδίδεται και ένα (1) τιμολόγιο, το οποίο εφόσον είναι αξίας 15.000 ευρώ και άνω, θα εξοφλείται από το λήπτη του με δίγραμμη επιταγή ή με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό (εγγ.1103279/871/20-12-2006).
16. Εξόφληση τιμολογίου αξίας άνω των 15.000 ευρώ με επιταγή εκδόσεως τραπέζης
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.5960/1933 περί επιταγής, "η επιταγή εκδίδεται επί τραπεζίτου έχοντος κεφάλαια εις την διάθεσιν του εκδότου και επί συμφωνίας, ρητής ή σιωπηράς, καθ΄ ήν ο εκδότης έχει το δικαίωμα διαθέσεως των κεφαλαίων τούτων δι΄ επιταγής". Περαιτέρω, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 6 του ως άνω νόμου, "η εξόφληση δύναται να εκθοθεί επ΄ αυτού του εκδότου μόνον εάν πρόκειται περί επιταγής εκδιδόμενης μεταξύ διαφόρων καταστημάτων του αυτού εκδότου. Αλλ΄ εν τη εξαιρετική ταύτη περιπτώσει απαγορεύεται η έκδοσις της επιταγής εις τον κομιστή". Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι κατά κανόνα στην επιταγή τα πρόσωπα του εκδότη και του πληρωτή διαφέρουν, με την εξαίρεση της κατά κυριολεξία "τραπεζικής" επιταγής του άρθρου 6 του Ν.5960/1933, στην οποία ο έκδότης και ο πληρωτής ταυτίζονται και επιτρέπεται να είναι μόνο τράπεζα. Ως γνωστόν, πρακτικά προκειμένου να εκδοθεί τέτοια επιταγή από μια τράπεζα πρέπει είτε να χρεωθεί ο λογαριασμός του πελάτη της τράπεζας με το αντίστοιχο ποσό και να πιστωθεί ο ειδικός λογαριασμός που τηρείται στην τράπεζα επ΄ ονόματί της ή να γίνει απευθείας κατάθεση από τον ενδιαφερόμενο στο συγκεκριμένο αυτό λογαριασμό της τράπεζας. Όπως δε επισημαίνεται (Α. Κιάντου - Παμπούκη, Δίκαιο Αξιογράφων, σελ. 347, εκδόσεις Σάκκουλα, 1997) η επιταγή εκδόσεως τραπέζης απαγορεύεται να εκδοθεί στον κομιστή, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος η επιταγή αυτή να υποκαταστήσει το χρήμα, καθώς δεδομένου ότι οι τράπεζες είναι φερέγγυοι οργανισμοί, οι επιταγές που εκδίδονται στον κομιστή μεταξύ καταστημάτων της ίδιας τράπεζας θα μπορούσαν με ευχέρεια να κυκλοφορούν αντί για χρήμα. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η εξόφληση τιμολογίου αξίας άνω των 15.000 ευρώ με επιταγή εκδόσεως τραπέζης συνιστά νόμιμο τρόπο εξόφλησης, εντός του πλαισίου της παρ.2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ., αφού πρόκειται για εξόφληση μέσω τραπεζικού λογαριασμού τρίτου (της τράπεζας), εφόσον ο λήπτης του τιμολογίου διαθέτει τα απαιτούμενα τραπεζικά παραστατικά ή έγγραφα από τα οποία προκύπτει η διενεργηθείσα τραπεζική συναλλαγή, δηλαδή είτε η χρέωση του λογαριασμού αυτού και η πίστωση του αντίστοιχου λογαριασμού της τράπεζας, είτε η κατάθεση στον λογαριασμό της τράπεζας, από την οποία εκδίδεται η τραπεζική επιταγή σε διαταγή του ανωτέρω προσώπου, σε συνδυασμό με φωτοαντίγραφο αυτής (εγγ.1082337/534/13-9-2007).
17. Νομιμότητα του στοιχείου αξίας 15.000 ευρώ και άνω που εξοφλήθηκε με διαφορετικό τρόπο από τον οριζόμενο
Η μη εξόφληση φορολογικού στοιχείου που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας 15.000 ευρώ και άνω, μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή από τον λήπτη του φορολογικού στοιχείου, δεν θίγει τη νομιμότητα του στοιχείου αυτού, εφόσον η συναλλαγή είναι υπαρκτή και τα πρόσωπα πραγματικά (μη διαφορετικά), προϋποθέσεις που σε κάθε περίπτωση είναι δυνατόν να ερευνηθούν - επιβεβαιωθούν από οποιοδήποτε αρμόδιο όργανο (όπως π.χ. η διαπίστωση της ύπαρξης του πωληθέντος αγαθού εις χείρας του αγοραστή) (εγγ.1071012/745/1-8-2003, εγγ.1027940/ 234/21-5-2004, εγγ.1021176/142/9-3-2007).
18. Εξόφληση τιμολογίων που εκδίδονται επί αρνήσεως του υπόχρεου
Τα τιμολόγια που εκδίδονται επί αρνήσεως του υπόχρεου, λόγω του ιδιότυπου χαρακτήρα της έκδοσης του στοιχείου αυτού εν προκειμένω (ταύτιση εκδότη και λήπτη), καθώς επίσης και από το γεγονός ότι με την κοινοποίηση στη Δ.Ο.Υ. δεν αποκρύπτεται η συναλλαγή (δεν πάσχει δηλαδή καταρχήν ως προς αυτό, βασικός λόγος της θέσπισης των εν λόγω διατάξεων), δεν υπάρχει στην περίπτωση αυτή υποχρέωση εξόφλησης της σχετικής συναλλαγής με δίγραμμη επιταγή ή με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό (εγγ.1115148/788/11-12-2007).
19. Αγορά αγαθών από ιδιώτες
Στη περίπτωση έκδοσης τιμολογίου αγοράς, για αγορά αγαθών από ιδιώτες, αξίας άνω των 15.000 ευρώ, δεν υπάρχει υποχρέωση εξόφλησης της σχετικής συναλλαγής με δίγραμμη επιταγή ή με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό, δεδομένου ότι οι ιδιώτες πωλητές των αγαθών είναι κατ΄ ουσία οι λήπτες των στοιχείων (εγγ.1057525/109/11-6-2007).
20. Εξόφληση τιμολογίων αξίας άνω των 15.000 ευρώ μέσω τρίτων οι οποίοι ενεργούν ως μεσολαβητές πληρωμών
Εταιρεία λήπτης τιμολογίων αξίας άνω των 15.000 ευρώ υποχρεούται να τα εξοφλήσει τμηματικά ή ολικά μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή. Σημειώνεται ότι είναι σύννομο η εξόφληση των εν λόγω τιμολογίων να γίνεται μέσω τρίτου ή τρίτων, οι οποίοι ενεργούν ως μεσολαβητές πληρωμών, είτε με διαδοχικές κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών τόσο της πρώτης (λήπτριας), όσο και των μεσολαβητών, είτε με δίγραμμη επιταγή με αναγραφή σ΄ αυτή των στοιχείων του πράκτορα και παράλληλα να σημειώνονται και τα στοιχεία του εκδότη του τιμολογίου ή να σημειώνονται τα στοιχεία αυτού (εκδότη του τιμολογίου) πληροφοριακά σε οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο στοιχείο, όπως π.χ. στις εξοφλητικές αποδείξεις που εκδίδονται με τις πληρωμές, προκειμένου να είναι άμεσα εφικτή η διαπίστωση, σε πιθανό φορολογικό έλεγχο τήρησης της σχετικής υποχρέωσης, αφού πληρούνται οι προϋποθέσεις των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 18 με την προϋπόθεση ακόμη ότι η λήπτρια εταιρεία διαθέτει όλα τα απαιτούμενα τραπεζικά παραστατικά ή έγγραφα που αποδεικνύουν τις διαδοχικές τραπεζικές καταθέσεις ή την εξόφληση με δίγραμμες επιταγές, με τις οποίες εκπληρώνεται η σχετική υποχρέωση του λήπτη του φορολογικού στοιχείου (εγγ.1050612/332/24-9-2007).
21. Εξόφληση φορολογικών στοιχείων με πιστωτική κάρτα
Ως γνωστόν, όταν γίνεται εξόφληση συναλλαγής/ποσού μέσω πιστωτικής κάρτας ο πελάτης - κάτοχός της εξοφλεί την υποχρέωσή του υπογράφοντας το χρεωστικό δελτίο της πιστωτικής κάρτας, μεταφέροντας τις υποχρεώσεις του στον πιστωτικό οργανισμό. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι είναι σύννομο στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ., η εξόφληση τιμολογίου να γίνεται με πιστωτική κάρτα, επ΄ ονόματι της επιχείρησης φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως αυτή αναγράφεται στη δήλωση έναρξης εργασιών του στο τμήμα μητρώου της Δ.Ο.Υ. φορολογίας του, δηλαδή μέσω τράπεζας (τρίτου), η οποία ενεργεί ως μεσολαβητής πληρωμών, με διαδοχικές κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών και με την προϋπόθεση ότι ο λήπτης του φορολογικού στοιχείου διαθέτει όλα τα απαιτούμενα τραπεζικά παραστατικά που λαμβάνει από την μεσολαβούσα (ή τις μεσολαβούσες ενδεχομένως τράπεζες), που αποδεικνύουν την κατάθεση του ποσού στο λογαριασμό του εκδότη του στοιχείου και επομένως την εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης του λήπτη (εγγ.1087765/491/3-10-2008).
22. Εξόφληση με επιταγή έκδοσής η οποία σας επιστρέφεται για εξόφληση υποχρεώσεων του λήπτη
Η εξόφληση των προμηθευτών σας με επιταγές έκδοσης σας, οι οποίες στη συνέχεια εκχωρούνται με οπισθογράφηση από τον εκάστοτε προμηθευτή, προκειμένου να εξοφλήσει λογαριασμούς του, ως πελάτης, προς την εταιρία σας, δεν αντίκειται στις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ., με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι αφορούν πραγματικές συναλλαγές (εγγ.1144145ΕΞ/2-11-2010).
23. Eξόφληση Τιμολογίων Παροχής Υπηρεσιών πρακτόρων, αξίας 3.000 ευρώ και άνω, για παρεχόμενες υπηρεσίες σε αεροπορικές εταιρίες
Με σκοπό την ομοιόμορφη αντιμετώπιση εξόφλησης Τιμολογίων Παροχής Υπηρεσιών πρακτόρων, αξίας 3.000 ευρώ και άνω, για παρεχόμενες υπηρεσίες σε αεροπορικές εταιρίες, παρασχέθηκαν οι ακόλουθες διευκρινίσεις και οδηγίες: Οι αεροπορικές εταιρίες εκτελούν δημόσιες μεταφορές επιβατών και εμπορευμάτων, έχοντας συναλλαγές με πράκτορες οι οποίοι εκδίδουν εισιτήρια και φορτωτικές για λογαριασμό τους, λαμβάνοντας για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους διαμεσολάβησης προμήθεια. Επισημαίνεται ότι, τόσο την όλη διαδικασία της απόδοσης των εισπράξεων προς τις αεροπορικές εταιρίες από τις πωλήσεις εισιτηρίων και έκδοση φορτωτικών που διενεργούν οι πράκτορες, όσο και της απόδοσης της οφειλόμενης από τις αεροπορικές εταιρείες προς τους πράκτορες προμήθειας, αναλαμβάνει για όλες τις αεροπορικές εταιρίες, μέσω εκκαθαρίσεων, που εκδίδει κάθε μήνα, ο Διεθνής Οργανισμός Ι.Α.Τ.Α. Συγκεκριμένα, η εξόφληση των προμηθειών των πρακτόρων δεν γίνεται από την εκάστοτε αεροπορική εταιρία, αλλά κατά την είσπραξη των ποσών που προέρχονται από τις πωλήσεις εισιτηρίων και έκδοση φορτωτικών, που διενεργούν οι πράκτορες για λογαριασμό των αεροπορικών εταιριών, οι πράκτορες παρακρατούν (συμψηφίζουν) τα ποσά που αντιστοιχούν στις οφειλόμενες προς αυτούς προμήθειες από τις υπόψη εταιρίες και στη συνέχεια καταβάλλουν στην Ι.Α.Τ.Α. το υπολειπόμενο ποσό, προκειμένου αυτή να το αποδώσει στις αεροπορικές εταιρίες. Λόγω του ιδιότυπου χαρακτήρα των υπόψη συναλλαγών, δεδομένου ότι αυτές δεν διενεργούνται απευθείας μεταξύ των πρακτόρων και των αεροπορικών εταιριών, αλλά μέσω του διεθνούς οργανισμού Ι.Α.Τ.Α., με τις μηνιαίες εκκαθαρίσεις που εκδίδει (όπου και εμφανίζονται τόσο οι εισπράξεις των αεροπορικών εταιριών όσο και οι προμήθειες των πρακτόρων από τις παρεχόμενες υπηρεσίες διαμεσολάβησης), οι κανονισμοί του οποίου αποτελούν ασφαλιστική δικλείδα για την εγκυρότητα και τη διαφάνεια των υπόψη συναλλαγών, είναι δυνατόν οι πράκτορες να συμψηφίζουν τα ποσά που αντιστοιχούν στις οφειλόμενες προς αυτούς προμήθειες από τις αεροπορικές εταιρίες, καταβάλλοντας στην Ι.Α.Τ.Α., μέσω τραπεζικών λογαριασμών, το υπολειπόμενο ποσό (εγκ. ΠΟΛ.1155/11-11-2010).
24. Τρόπος εξόφλησης αποδείξεων παροχής υπηρεσιών, για επαγγελματικές συναλλαγές δικηγόρων, αξίας 3.000 ευρώ και άνω
Στις περιπτώσεις έκδοσης αποδείξεων παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους προς επιτηδευματίες που περιλαμβάνουν τις προβλεπόμενες ελάχιστες αμοιβές, για τις οποίες εκδίδονται τα αντίστοιχα γραμμάτια προείσπραξης από τους δικηγορικούς συλλόγους, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ., δεν απαιτείται, δηλαδή, η εξόφληση των υπόψη ποσών από τους λήπτες των εν λόγω Α.Π.Υ. μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγή, δεδομένου ότι ο έλεγχος της απόδειξης της συναλλαγής διασφαλίζεται από τα εκδοθέντα γραμμάτια προείσπραξης. Στις περιπτώσεις, όμως, που η αμοιβή του δικηγόρου υπερβαίνει την ελάχιστη και το υπερβάλλον ποσό είναι 3.000 ευρώ και άνω, η εξόφληση του επιπλέον ποσού από το λήπτη της Α.Π.Υ., γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγή (εγκ. ΠΟΛ.1208/29-12-2010).
25. Συμψηφισμός ανταπαιτήσεων για συναλλαγές μεταξύ αγροτικών συνεταιρισμών και παραγωγών - μελών τους
Σχετικά με το συμψηφισμό ανταπαιτήσεων για συναλλαγές μεταξύ αγροτικών συνεταιρισμών και παραγωγών - μελών τους. Α. Αγοραπωλησίες αγαθών μεταξύ Αγροτικών Συνεταιρισμών και παραγωγών - μελών τους Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ. (Π.Δ.186/1992) ορίζεται, μεταξύ άλλων ότι, με επιταγή του αγοραστή ή με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό αποκλειστικά και μόνο εξοφλούνται επίσης μερικά ή ολικά και τα φορολογικά στοιχεία αξίας χιλίων (1.000) ευρώ και άνω, που αφορούν αγορές αγροτικών προϊόντων από πρόσωπο που παράγει τα προϊόντα αυτά, καθώς επίσης και το ποσό που αποδίδεται από τον αντιπρόσωπο στον εντολέα, επίσης πρόσωπο που παράγει τα ως άνω αγροτικά προϊόντα, για τις διενεργηθείσες πωλήσεις των προϊόντων αυτών για λογαριασμό του, με βάση την εκκαθάριση της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του Κώδικα αυτού μετά την αφαίρεση της δικαιούμενης προμήθειας. Σε αρκετές περιπτώσεις οι παραγωγοί - μέλη Αγροτικών Συνεταιρισμών είναι ταυτόχρονα προμηθευτές (πωλούν στους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς τα προϊόντα παραγωγής τους) και πελάτες τους (αγοράζουν από τους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς αγαθά και υλικά απαραίτητα για την παραγωγή των προϊόντων τους όπως π.χ. σπόρους, λιπάσματα, είδη συσκευασίας, γεωργικά εργαλεία, κ.λπ.). Στις περιπτώσεις αυτές εκτιμώντας τις ιδιαιτερότητες των ανωτέρω συναλλαγών, το γεγονός ότι, κατά κανόνα, οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί διαμεσολαβούν στην επιστροφή του Φ.Π.Α. προς τους αγρότες καθώς και ότι, οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ., δεν έχουν εφαρμογή για τις συναλλαγές που πραγματοποιούν (ως λήπτες) οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος που απαλλάσσονται από την τήρηση φορολογικών βιβλίων (σχετ. ΠΟΛ.1091/14-6-2010), μπορεί να συμψηφίζονται οι αμοιβαίες ανταπαιτήσεις μεταξύ των αγροτικών συνεταιρισμών και των παραγωγών - μελών τους. Β. Πώληση για λογαριασμό των αγροτών από Αγροτικούς Συνεταιρισμούς Με την παράγραφο 12.13.3 της 1118148/936/0015/Εγκ. 3/24-11-1992 εγκυκλίου μας, έχει γίνει δεκτό ότι, για τις πωλήσεις αγροτικών προϊόντων από συνεταιριστικές οργανώσεις για λογαριασμό των παραγωγών η εκκαθάριση μπορεί να εκδίδεται μια φορά κατά διαχειριστική περίοδο και το αργότερο μέσα στον επόμενο μήνα από τη λήξη αυτής. Η ανωτέρω θέση της Διοίκησης εξακολουθεί να ισχύει και είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση έκδοσης συνενωμένου Δελτίου Αποστολής - Τιμολογίου αγοράς αγροτικών προϊόντων άμεσα με την αγορά των αγροτικών προϊόντων που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ., όπως τέθηκε με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 21 του άρθρου 19 του Ν.3842/2010 και ισχύει από 1/6/2010, δεδομένου ότι η εκκαθάριση αναφέρεται σε πωλήσεις για λογαριασμό των παραγωγών ενώ το τιμολόγιο αγοράς αγροτικών προϊόντων σε αγορές από αυτούς. Ακόμη, τα αναφερόμενα στο κεφάλαιο Α΄ του παρόντος, ισχύουν και στην περίπτωση αυτή, δηλαδή είναι δυνατόν να συμψηφίζονται τα ποσά που αποδίδονται από τους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς προς τους παραγωγούς, για τις διενεργηθείσες πωλήσεις των προϊόντων των παραγωγών για λογαριασμό τους, με βάση την εκκαθάριση της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ., μετά την αφαίρεση της δικαιούμενης προμήθειας, με τις αγορές που διενεργούν οι παραγωγοί - μέλη των Αγροτικών Συνεταιρισμών από αυτούς (εγκ. ΠΟΛ.1038/22-2-2011).
26. Τρόπος εξόφλησης εκκαθαρίσεων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων προς τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές (μεσίτες ασφαλειών, ασφαλιστικούς πράκτορες, ασφαλιστικούς σύμβουλους, συντονιστές ασφαλιστικών συμβούλων)
Με την περίπτωση στ΄ της παραγράφου 6 της Α. 9934/197/ΠΟΛ.176/23-6-1977 εγκυκλίου διαταγής έχει γίνει δεκτό ότι, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να εκδίδουν, το αργότερο εντός του μηνός Φεβρουαρίου, θεωρημένες τριπλότυπες εκκαθαρίσεις για τις προμήθειες και λοιπά δικαιώματα που παρασχέθηκαν απ΄ αυτές κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος στους πράκτορες, παραγωγούς ασφαλειών και ασφαλειομεσίτες στις οποίες θα αναγράφονται τα στοιχεία του δικαιούχου και το ποσόν της προμήθειας. Δηλαδή, με την προαναφερόμενη θέση της Διοίκησης αντί της έκδοσης τιμολογίων παροχής υπηρεσιών από τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές προς τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις εκδίδονται εκκαθαρίσεις μία φορά το χρόνο από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις προς τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, κατ΄ εφαρμογή δε των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ. πρέπει οι υπόψη εκκαθαρίσεις, εφόσον υπερβαίνουν σε αξία τα 3.000 ευρώ, να εξοφλούνται, από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγή. Στα πλαίσια της συναλλακτικής δραστηριότητας και πρακτικής, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μπορούν να αναθέτουν στους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και την είσπραξη των οφειλόμενων ασφαλίστρων από τους ασφαλισμένους. Στις περιπτώσεις αυτές οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές αφού παρακρατήσουν τα ποσά που αντιστοιχούν στις οφειλόμενες σε αυτούς προμήθειες από τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα, αποδίδουν στην ασφαλιστική επιχείρηση το υπολειπόμενο ποσό ασφαλίστρων. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές αποδίδουν μέσω τραπεζικών λογαριασμών ή με επιταγές το ποσό που προκύπτει ως διαφορά μεταξύ εισπραχθέντων για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλίστρων και δικαιωμάτων προμηθειών τους, ουσιαστικά καλύπτονται οι απορρέουσες από την παράγραφο 2 του άρθρου 18 υποχρεώσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, εφόσον οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν τα απαιτούμενα τραπεζικά παραστατικά ή έγγραφα από τα οποία προκύπτουν οι ανωτέρω διενεργηθείσες τραπεζικές συναλλαγές, τα οποία και διαφυλάσσονται στο χρόνο που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 21 του Κ.Β.Σ. (εγκ. ΠΟΛ.1058/14-3-2011).
27. Τρόπος εξόφλησης τιμολογίων ναυτικών πρακτόρων από τους εκμεταλλευτές επιβατηγών πλοίων
Με την παράγραφο 13.2.4 της εγκυκλίου 3/24-11-1992 έχει διευκρινιστεί ότι, τα εισιτήρια μεταφοράς προσώπων (αεροπορικά, ακτοπλοϊκά, σιδηροδρομικά) μπορεί να διατίθενται από τρίτους (πράκτορες, αντιπροσώπους, κ.λπ.) ενώ για την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ. πρέπει τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που εκδίδουν οι ναυτικοί πράκτορες προς τους εκμεταλλευτές επιβατηγών πλοίων, για τις δικαιούμενες προμήθειες λόγω της διαμεσολάβησής τους στην έκδοση εισιτηρίων και εφόσον υπερβαίνουν σε αξία τα 3.000 ευρώ να εξοφλούνται από τους εκμεταλλευτές επιβατηγών πλοίων, μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγή. Όμως, είναι κοινή πρακτική στις υπόψη συναλλαγές, οι ναυτικοί πράκτορες αφού παρακρατήσουν τα ποσά που αντιστοιχούν στις οφειλόμενες σε αυτούς προμήθειες λόγω της διάθεσης εισιτηρίων για λογαριασμό των εκμεταλλευτών επιβατηγών πλοίων, να αποδίδουν στους υπόψη εκμεταλλευτές το υπολειπόμενο ποσό. Ακόμη, οι εκμεταλλευτές πλοίων, που υπάγονται στις διατάξεις του Π.Δ.120/1997 (ηλεκτρονικό σύστημα κράτησης εισιτηρίων), στους οποίους χορηγείται βεβαίωση από την αρμόδια Δ/νση Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας για εγκατάσταση και λειτουργία Ηλεκτρονικού Συστήματος Κράτησης Θέσεων και έκδοσης εισιτηρίων επιβατών και αποδείξεων μεταφοράς, απαλλάσσονται από τη θεώρηση για τα εισιτήρια μεταφοράς προσώπων και τις αποδείξεις μεταφοράς (Α.Υ.Ο.Ο. ΠΟΛ.1083/2-6-2003). Κατόπιν των ανωτέρω και δεδομένου ότι τα εκδιδόμενα εισιτήρια παρακολουθούνται ηλεκτρονικά κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις του Π.Δ.120/1997 και εφόσον οι ναυτικοί πράκτορες αποδίδουν, το υπολειπόμενο ποσό που προκύπτει από τη διάθεση εισιτηρίων για λογαριασμό εκμεταλλευτών πλοίων, που υπάγονται στις διατάξεις του Π.Δ.120/1997 (ηλεκτρονικό σύστημα κράτησης εισιτηρίων), μετά την παρακράτηση της αναλογούσας προμήθειάς τους, μέσω τραπεζικών λογαριασμών ή με επιταγές, δεδομένου ότι, με την ανωτέρω περιγραφόμενη διαδικασία, καλύπτεται η υποχρέωση της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ, παρέλκει η εξόφληση των εκδιδόμενων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών από τους εκμεταλλευτές επιβατηγών πλοίων προς τους ναυτικούς πράκτορες με επιταγή ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού, με την προϋπόθεση ότι, οι υπόψη εκμεταλλευτές διαθέτουν τα απαιτούμενα τραπεζικά παραστατικά ή έγγραφα από τα οποία προκύπτουν οι ανωτέρω διενεργηθείσες τραπεζικές συναλλαγές, τα οποία και διαφυλάσσονται στο χρόνο που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 21 Κ.Β.Σ. (εγκ. ΠΟΛ.1058/14-3-2011).
28. Συμψηφισμός αμοιβαίων ανταπαιτήσεων μεταξύ επιτηδευματιών εκ των οποίων ο ένας εκ των αντισυμβαλλομένων έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης
Έχει παρατηρηθεί στην πράξη ότι, ενώ έχουν εκδοθεί τιμολόγια μεταξύ επιτηδευματιών, αξίας εκάστου άνω των 3.000 ευρώ, τα οποία κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ. πρέπει να εξοφληθούν μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγή, στη συνέχεια, ο ένας εκ των αντισυμβαλλομένων και μετά την έκδοση των τιμολογίων, κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης. Έτσι, ενώ ο ένας επιτηδευματίας εξοφλεί τα ληφθέντα τιμολόγια μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγή ο άλλος, μετά την κήρυξή του σε κατάσταση πτώχευσης, αδυνατεί να εξοφλήσει τα ληφθέντα τιμολόγια μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγή. Στις περιπτώσεις αυτές, λόγω των ιδιαιτεροτήτων των ανωτέρω συναλλαγών, μπορεί να συμψηφίζονται αμοιβαίες ανταπαιτήσεις μεταξύ επιτηδευματιών των οποίων ο ένας εκ των αντισυμβαλλομένων έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, για τιμολόγια όμως που εκδόθηκαν πριν από την υπαγωγή του στην κατάσταση αυτή (πτώχευση) (εγκ. ΠΟΛ.1058/14-3-2011).

Δεν υπάρχουν σχόλια: